γερμανικός, -ή, -ό, επίθ. [<Γερμανός + κατάλ. -ικός], που σχετίζεται με τους Γερμανούς ή τη Γερμανία ή που χαρακτηρίζει τους Γερμανούς: «οι γερμανικές θηριωδίες κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου στιγμάτισαν την ιστορία της Ανθρωπότητας || το γερμανικό οικονομικό θαύμα μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν κάτι το καταπληκτικό». Επίρρ. γερμανικά·
-αλά γερμανικά, βλ. φρ. έχουμε γερμανικό σύστημα·
-γερμανική μπότα, αναφορά στην Κατοχή (1941-1944): «ο ελληνικός λαός υπέφερε τα πάνδεινα κάτω απ’ τη γερμανική μπότα»·
- γερμανικό νούμερο, (στη γλώσσα του στρατού) η φύλαξη σκοπιάς ή υπηρεσία θαλαμοφύλακα στις 2-4 το πρωί, που θεωρείται και η χειρότερη βάρδια: «επειδή ο επιλοχίας δε με χωνεύει, με τάραξε στο γερμανικό νούμερο»·
- έχουμε γερμανικό σύστημα, ο καθένας στην παρέα μας πληρώνει το ποσό που του αναλογεί στο λογαριασμό που προκύπτει ύστερα από διασκέδαση ή φαγοπότι: «όταν βγαίνουμε με την παρέα για γλέντι, έχουμε γερμανικό σύστημα στο λογαριασμό κι έτσι όλοι είμαστε ευχαριστημένοι»·
- πληρώνουμε αλά γερμανικά, βλ. φρ. έχουμε γερμανικό σύστημα.