γεράκι, το, θηλ. γερακίνα, η (βλ. λ.), ουσ. [<μσν. γεράκιν <αρχ. ἱέραξ], το γεράκι· πολιτικός που ανήκει στα γεράκια (βλ. λ.)·
- βλέπει σαν γεράκι, βλ. φρ. έχει μάτι γερακιού·
- έχει μάτι γερακιού, έχει πολλή δυνατή όραση: «μωρέ, σε ξεχωρίζει από χιλιόμετρα μακριά, γιατί έχει μάτι γερακιού».