γενεά, η, ουσ. [<αρχ. γενεά], η γενεά, η γενιά· βλ. και λ. γενιά·
- επί γενεές γενεών, για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «επί γενεές γενεών η επιχείρηση αυτή είναι οικογενειακή»·
- μέχρις εβδόμης γενεάς, α. δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «θα σε περιμένω μέχρις εβδόμης γενεάς». β. δηλώνει συνέχεια μελλοντικού χρόνου και σε βάθος: «θα σε καταστρέψω μέχρις εβδόμης γενεάς»·
- τον πέρασα γενεές δεκατέσσερις, τον καθύβριζα συνεχώς, σε διάρκεια χρόνου: «μέχρι τώρα έκανα υπομονή αλλά, στο τέλος, δεν άντεξα άλλο και τον πέρασα γενεές δεκατέσσερις». Αναφορά στο γενεαλογικό δέντρο του Χριστού, που σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, από τον Αβραάμ μέχρι το Δαβίδ είναι γενεές δεκατέσσερις, από το Δαβίδ μέχρι τη μετοικεσία Βαβυλώνος είναι γενεές δεκατέσσερις και από τη μετοικεσία Βαβυλώνος μέχρι το Χριστό είναι πάλι γενεές δεκατέσσερις Ἀβραάμ ἐγέννησε Ἰσαάκ, Ἰσαάκ ἐγέννησε Ἰακώβ... Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαί ἀπό Ἀβραάμ μέχρι Δαυείδ, γενεαί δεκατέσσαρες. (Πρβλ. Ματθ. α΄ 2-16)·
- τον περνώ γενεές δεκατέσσερις, είμαι κατά πολύ πιο μεγάλος από αυτόν σε ηλικία: «θα με πάρουν με τις πέτρες αν την παντρευτώ, γιατί την περνώ γενεές δεκατέσσερις».