γάτος, ο, ουσ. [<γάτα], ο γάτος· άνθρωπος πανέξυπνος, παμπόνηρος: «τέτοιος γάτος δεν πέφτει εύκολα σε παγίδες». (Τραγούδι: μουρή, μ’ έχεις κάνει καψούρη, έφερες τα πάνω κάτω, τζάμπα με φωνάζουν ακόμα γάτο). Μεγεθ. γάταρος, ο. Υποκορ. γατούλης, ο· βλ. και λ. γάτα και γατί·
- είναι γάτος, βλ. συνηθέστ. είναι γάτα, λ. γάτα·
- ο μεγάλος γάτος θέλει τρυφερά ποντίκια, βλ. φρ. ο παλιός ο γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται·
- ο παλιός ο γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται, λέγεται ειρωνικά για τους ηλικιωμένους, που λαχταρούν τις νεαρές γυναίκες: «μόλις δει καμιά πιτσιρίκα ο γεροξούρας, του τρέχουν τα σάλια, γιατί ο παλιός ο γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται»·
- όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, όταν από μια θέση, από ένα σπίτι, από ένα χώρο εργασίας ή από μια ομάδα ανθρώπων λείπει ο υπεύθυνος, τότε επικρατεί ασυδοσία και αναρχία, επειδή δεν υπάρχει ο φόβος της τιμωρίας·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. φρ. όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια·
- σαν γεναριάτικος γάτος, λέγεται για άντρα που δείχνει ιδιαίτερα έντονα τη σεξουαλική του επιθυμία: «μπορεί να πάτησε τα εξήντα, αλλά είναι ακόμη σαν γεναριάτικος γάτος». Από το ότι κατά τον Ιανουάριο μήνα οι γάτοι έχουν έντονη διάθεση για ζευγάρωμα·  
- σαν παπουτσωμένος γάτος, λέγεται ειρωνικά για άτομο που φοράει πολύ χοντρά και άκομψα παπούτσια: «φορούσε κάτι χοντροπάπουτσα, και ήταν σαν παπουτσωμένος γάτος». Αναφορά στο γνωστό παιδικό παραμύθι, Ο παπουτσωμένος γάτος.