γαργάρα2, η, ουσ. [<γαργαρίζω από τον ήχο γαρ γαρ], πλύση του στόματος ιδίως του λάρυγγα, με το κεφάλι ανεστραμμένο, ώστε το νερό να ακουμπάει στη σταφυλή, καθώς και το υγρό ή το φάρμακο που είναι ενδεδειγμένο γι’ αυτή την πλύση: «ο γιατρός μου είπε να κάνω γαργάρα δυο φορές τη μέρα || βρε γυναίκα, ετοίμασε τη γαργάρα μου!»·
- κάνει γαργάρα με ξυλόπροκες, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει σκληρή και φάλτσα φωνή κι επιμένει παρ’ όλα αυτά να μας ξεκουφαίνει με τα τραγούδια του: «έχει μια φωνή, λες και κάνει γαργάρα με ξυλόπροκες, αυτός όμως εκεί, το τραγούδι τραγούδι»·
- τα κάνω γαργάρα (ενν. τα χρήματα), τα κατακρατώ, τα υπεξαιρώ: «απ’ ό,τι βλέπω, τα ρέστα τα ’κανες γαργάρα»·
- την κάνω γαργάρα (ενν. τη γλώσσα μου), την καταπίνω, δεν μπορώ να πω τίποτα, επειδή αντιμετωπίζω τα ισχυρά επιχειρήματα κάποιου, αποστομώνομαι: «μόλις του ’δειξαν τη φωτογραφία που ήταν κι αυτός μέσα στη μυστική συγκέντρωση, την έκανε γαργάρα»·
- την κάνω γαργάρα (ενν. την είδηση, την πληροφορία), την πιστεύω εύκολα, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «όταν λαχταράει κανείς ν’ ακούσει κάτι καλό, ό,τι και να του πουν σχετικά με αυτό, την κάνει γαργάρα»·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το αντικείμενο), το κλέβω, το οικειοποιούμαι: «μόλις άφησα το ρολόι μου πάνω στο τραπέζι, πήγε να μου το κάνει γαργάρα»·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το νέο, το ψέμα), το πιστεύω εύκολα, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «ό,τι και να του πεις, το κάνει αμέσως γαργάρα».