γαμιάς, ο, ουσ. [<γαμώ + κατάλ. -ιάς], άντρας που πηγαίνει με μεγάλη ευκολία με οποιαδήποτε γυναίκα όμορφη ή άσχημη, νέα ή ηλικιωμένη, επειδή τον ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο η ερωτική πράξη, ο μεγάλος γυναικάς: «αυτός ο γαμιάς, δεν αφήνει απήδηχτη ούτε θηλυκιά γάτα». Υποκορ. γαμίκος, ο. Μεγεθ. γαμίκουλας, ο·
- μάθανε πως είμαστε πουτάνες, πλακώσανε οι γαμιάδες, βλ. συνηθέστ. μάθανε πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, λ. γύφτος.