γαμησιάτικα, τα, ουσ. [<γαμήσι + κατάλ. -ιάτικα], τα επακόλουθα μιας πράξης της οποίας τις συνέπειες αναγκαζόμαστε ή υποχρεωνόμαστε να υποστούμε, είτε είμαστε μέτοχοι είτε αμέτοχοι: «όλο το βράδυ γλεντούσαμε και το πρωί που μας έφεραν τα γαμησιάτικα, τραβούσαμε τα μαλλιά μας || έκαναν το μαγαζί γυαλιά καρφιά και, όταν έφτασε η ώρα για τα γαμησιάτικα, φώναξε τον αδερφό του για να καθαρίσει·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, άλλος απολαμβάνει και άλλος καλείται να υποστεί τις συνέπειες γι’ αυτή του την απόλαυση·
- πληρώνει ξένα γαμησιάτικα, βλ. φρ. άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα·
- πληρώνω γαμησιάτικα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «έχασα όλο το εμπόρευμα στις πλημμύρες και τώρα πληρώνω γαμησιάτικα». Συνών. πληρώνω κερατιάτικα / πληρώνω σπασμένα·
- πληρώνω τα γαμησιάτικα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «ξανά, όταν θα κάνεις τις ζημιές εσύ, δε θα πηγαίνω να πληρώνω τα γαμησιάτικα». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων άλλων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «αυτή ήταν η τελευταία φορά που πληρώνω τα γαμησιάτικα τα δικά σου». Συνών. πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη / πληρώνω το μάρμαρο.