γαλλικά, επίρρ. [του επιθ. γαλλικός], σύμφωνα με τον τρόπο των Γάλλων·
- έφυγε αλά γαλλικά, βλ. φρ. το ’στριψε αλά γαλλικά·
- την κοπάνησε αλά γαλλικά, βλ. φρ. το ’στριψε αλά γαλλικά·
- το ’σκασε αλά γαλλικά, βλ. φρ. το ’στριψε αλά γαλλικά·
- το ’στριψε αλά γαλλικά, έφυγε χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας, ιδίως από φόβο ή προνοητικότητα: «μόλις αντιλήφθηκε πως τα πνεύματα είχαν οξυνθεί, το ’στριψε αλά γαλλικά». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου το ’στριψες αλά γαλλικά,δίχως καρδιά, κάποια βραδιά).