γαλιφιά, η, ουσ. [<γαλίφης + κατάλ. -ιά], τα γλυκόλογα και τα καλοπιάσματα, η κολακεία: «μόλις τα βρίσκει σκούρα, αρχίζει τις γαλιφιές»·
- κάνω γαλιφιές, κολακεύω, καλοπιάνω κάποιον για να πετύχω το σκοπό μου: «να τον δεις εσύ γαλιφιές που κάνει, όταν θέλει να πάρει δανεικά από κάποιον».