γαϊδουρινά, επίρρ. [του επιθ. γαϊδουρινός]. 1. άπρεπα, ανάγωγα, άξεστα, αδιάντροπα, αφιλότιμα, αχάριστα: «όταν φέρεσαι γαϊδουρινά, είναι σε βάρος σου || μη φέρεσαι γαϊδουρινά σ’ ανθρώπους που σ’ έχουν βοηθήσει». 2. πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ όμορφα: «χτες βράδυ περάσαμε γαϊδουρινά στα μπουζούκια»·
- δουλεύει γαϊδουρινά, βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- ξηγιέμαι γαϊδουρινά, α. συμπεριφέρομαι άπρεπα, ανάγωγα, άξεστα, αδιάντροπα, αφιλότιμα, αχάριστα: «πάψε να ξηγιέσαι γαϊδουρινά, γιατί δε θα σου βγει σε καλό». Εδώ το γαϊδουρινά δηλώνει το είδος, τον τρόπο της συμπεριφοράς (δηλ. σαν γαϊδούρι). β. συμπεριφέρομαι πολύ εντάξει, πολύ καθώς πρέπει: «κάθε φορά που του στέλνω κάποιον για εξυπηρέτηση, του ξηγιέται γαϊδουρινά». Εδώ το γαϊδουρινά δηλώνει το μέγεθος της θετικής συμπεριφοράς·
- όποιος πονάει, γαϊδουρινά φωνάζει, αυτός που βλάπτεται, που αδικείται σοβαρά, είναι πολύ φυσικό να διαμαρτύρεται έντονα: «έχει χαλάσει τον κόσμο, γιατί το σχέδιο πόλεως του τρώει τη μισή αυλή για να περάσει ο δρόμος, και του δίνουν πενταροδεκάρες για αποζημίωση. -Όποιος πονάει, γαϊδουρινά φωνάζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- τρώω γαϊδουρινά, τρώω πάρα πολύ: «όταν μ’ αρέσει ένα φαγητό, τρώω γαϊδουρινά».