γαβάθα, η, ουσ. [<μσν. γαβάθα <μτγν. γάβαθον] πήλινο ή ξύλινο βαθύ πιάτο, η τσανάκα και το περιεχόμενό της: «μπήκε η γάτα στην κουζίνα κι όπως έτρεχε πάνω στον πάγκο, έσπασε τη γαβάθα || πεινούσε τόσο πολύ, που έφαγε μια γαβάθα φακές»·
- χωρίζω γαβάθες, (στη γλώσσα της αργκό) διαλύω συνεργασία, διαλύω φιλική ή ερωτική σχέση: «μέχρι χτες ήταν κολλητοί και για μια γυναίκα χώρισαν γαβάθες». Από το ότι, τουλάχιστον οι αγροτικές οικογένειες παλιότερα, έτρωγαν όλοι μαζί από τη γαβάθα, που την έβαζαν στη μέση του τραπεζιού.