βρόχι,
το, ουσ. [όψιμο
μσν. βρόχιον, υποκορ. του ουσ. βρόχος], συνήθως στον πλ. τα βρόχια, μικρή
θηλιά που χρησιμοποιείται για την αιχμαλώτιση, τη σύλληψη μικρών πτηνών και
ζώων από το λαιμό: «έπιασε το περιστέρι στα βρόχια»·
-πέφτω στα βρόχια (κάποιου), βλ. φρ. πιάνομαι στα βρόχια
(κάποιου)·
-
πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου), α.
παγιδεύομαι: «οι
δραπέτες πιάστηκαν στα βρόχια της αστυνομίας». β. υποκύπτω στις απατηλές
υποσχέσεις ή στα θέλγητρα κάποιου, πέφτω θύμα πλεκτάνης: «πιάστηκε στα βρόχια
της ομορφιάς της και θα τινάξει το σπίτι του στον αέρα || πιάστηκε στα βρόχια
ενός λωποδύτη και δεν μπορεί να ξεμπλέξει». γ. οτιδήποτε λειτουργεί ως
θέλγητρο για την αιχμαλώτιση, την παγίδευση κάποιου: «είναι δύσκολη η ζωή σε
όποιον πιαστεί στα βρόχια του έρωτά της». (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα
βρόχια του πιαστείς, κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την
άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι)·
- στήνω
βρόχια ή στήνω τα βρόχια, (γενικά) στήνω παγίδα: «έστησε τα βρόχια
σ’ ένα σημείο απ’ όπου περνούν πολλοί λαγοί»
- τυλίγομαι
στα βρόχια (κάποιου), βλ. φρ. πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου).