βρόντος, ο, ουσ. [<βροντώ + κατάλ. -ος], ο βρόντος·
- μιλώ στο βρόντο, μιλώ χωρίς να με ακούει, χωρίς να με προσέχει κανένας: «κάποια στιγμή σταμάτησα να μιλώ, γιατί αντιλήφθηκα πως μιλούσα στο βρόντο»·
- όλα πήγαν στο βρόντο ή πήγαν όλα στο βρόντο, καταστράφηκαν, διαλύθηκαν, ήταν άσκοπα, ανώφελα τα πάντα: «δούλευε μια ζωή για να φτιάξει την περιουσία του, και από μια λάθος κίνηση όλα πήγαν στο βρόντο || καθόταν με τις ώρες και τον συμβούλευε να μην μπλεχτεί μ’ αυτή τη δουλειά, αλλά πήγαν όλα στο βρόντο, γιατί αυτός έκανε στο τέλος το δικό του, και καταστράφηκε || έτρεχε από πίσω της, την κυνηγούσε, την παρακαλούσε να τα φτιάξουν, της έταζε λαγούς με πετραχήλια, αλλά όλα πήγαν στο βρόντο, γιατί αυτή δεν ενέδωσε». (Τραγούδι: τώρα όλα πήγανε στο βρόντο πατρίς θρησκεία βασιλιάς, κι έμεινε ο κυρ’ πόλεμος στον τόπο σαν απόπληκτος μπαμπάς
- πήγε στο βρόντο, αποδείχτηκεμάταιο, άσκοπο, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο και αν θα βρω δαχτυλικά αποτυπώματα, θα πει πως πήγε η αγάπη μας στο βρόντο
- τα λέω στο βρόντο, βλ. φρ. μιλώ στο βρόντο.