βρίσκω, ρ. [<μσν. βρίσκω <αρχ. εὑρίσκω], βρίσκω. 1. ανταμώνω, συναντώ: «καθώς ερχόμουν, βρήκα τον τάδε στο δρόμο». 2. (για τάβλι) χτυπώ ή πιάνω πούλι του αντιπάλου μου ανάλογα με το παιχνίδι που παίζω: «στις πόρτες τον βρήκα τέσσερις φορές, ενώ στο πλακωτό μόνο μία». (Ακολουθούν 240 φρ.)·
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, βλ. λ. αλλιώς·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- άμα θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. αφορμή·
- άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η νύχτα, βλ. λ. φανάρι·
- απ’ το Θεό να το βρεις! βλ. λ. Θεός·
- αφορμή γύρευε κι αφορμή βρήκε, βλ. λ. αφορμή·
- βρε μπελά που (τον) βρήκα! ή βρε μπελά που (τον) βρήκαμε! βλ. λ. μπελάς·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, βλ. λ. νύφη·
- βρείτε τα ή βρέστε τα, α. συμβουλευτική ή προτρεπτική έκφραση σε δυο άτομα που έχουν διαφορές μεταξύ τους να τις λύσουν με ήρεμο διάλογο, με πολιτισμένο τρόπο: «βρείτε τα μεταξύ σας κι αφήστε κατά μέρος τα δικαστήρια». β. πολλές φορές δηλώνει και αδιαφορία: «εμένα τι με νοιάζει, βρείτε τα μεταξύ σας». Συνών. κανονίστε τα / συζητείστε τα / συνεννοηθείτε·
- βρήκα λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- βρήκα πετρέλαιο, βλ. λ. πετρέλαιο·
- βρήκα τη σωτηρία μου, βλ. λ. σωτηρία·
- βρήκα τη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- βρήκα τη χορδή του, βλ. λ. χορδή·
- βρήκα την πόρτα του ανοιχτή, βλ. λ. πόρτα·
- βρήκα την πόρτα του κλειστή, βλ. λ. πόρτα·
- βρήκα την υγειά μου, βλ. λ. υγειά·
- βρήκα το σφυγμό, βλ. λ. σφυγμός·
- βρήκα το σφυγμό του, βλ. λ. σφυγμός·
- βρήκα φλέβα, βλ. λ. φλέβα·
- βρήκαμε έναν κοινό παρονομαστή, βλ. λ. παρονομαστής·
- βρήκαμε κοινή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- βρήκε αγελάδα κι αρμέγει, βλ. λ. αγελάδα·
- βρήκε βυζί και βυζαίνει, βλ. λ. βυζί·
- βρήκε γωνία να ξυστεί, βλ. λ. γωνία·
- βρήκε μουνί στην έρημο, το θέλει και ξυρισμένο, βλ. λ. μουνί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ, α. λέγεται για δυο ανθρώπους της ίδιας ποιότητας και του ίδιου χαρακτήρα, που συνδέθηκαν με στενή φιλία ή συνεργασία, ή λέγεται για ταιριαστό ερωτικό ζευγάρι. β. λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού πνευματικού επιπέδου. Συνών. είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα / κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι / ο βρομιάρης, τον βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον όμοιο (β) / όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα / τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- βρήκε στρωμένα τα πράγματα ή βρήκε τα πράγματα στρωμένα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, βλ. λ. δουλειά·
- βρήκε στρωμένο τραπέζι ή βρήκε τραπέζι στρωμένο, βλ. λ. τραπέζι·
- βρήκε τζάμπα μουνί, το θέλει και ξυρισμένο, βλ. λ . μουνί· 
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βλ. λ. κότα·
- βρήκε το χέρι του, (για μπασκετμπολίστες) βλ. λ. χέρι·
- βρήκε χήνα και τη μαδά, βλ. λ. χήνα·
- βρήκες άγιο ν’ ανάψεις κερί, βλ. λ. κερί·
- βρήκες άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! βλ. λ. μέρα·
- βρήκες την ώρα να…! ή βρήκες ώρα να…! βλ. λ. ώρα·
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, βλ. λ. χωριό·
- βρίσκει και τα κάνει, βρίσκει ελεύθερο κοινωνικό ή εμπορικό πεδίο ή βρίσκει άνθρωπο πράο και ενεργεί ή συμπεριφέρεται όπως αυτός θέλει, ιδίως αυθαίρετα: «δεν υπήρχε κανένας λεφτάς να τον κοντράρει στο διαγωνισμό και πήρε τη δουλειά. -Βρίσκει και τα κάνει || απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε εκείνη την άγια γυναίκα, της έχει ψήσει το ψάρι στα χείλια. -Βρίσκει και τα κάνει». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ·
- βρίσκω αέρα, βλ. λ. αέρας·
- βρίσκω ανοιχτές πόρτες ή βρίσκω πόρτες ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
- βρίσκω απάγκιο, βλ. λ. απάγκιο·
- βρίσκω αφορμή, βλ. λ. αφορμή·
- βρίσκω γιατρικό, βλ. λ. γιατρικό·
- βρίσκω γούστα, βλ. λ. γούστο·
- βρίσκω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- βρίσκω δίχτυα, βλ. λ. δίχτυ·
- βρίσκω δοκάρι, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. δοκάρι·
- βρίσκω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκω έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- βρίσκω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- βρίσκω ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- βρίσκω ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- βρίσκω θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, καιρός·
- βρίσκω κέντρο, βλ. λ. κέντρο·
- βρίσκω κλειστές πόρτες ή βρίσκω πόρτες κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
- βρίσκω κουντεπιέ, βλ. λ. κουντεπιέ·
- βρίσκω κουράγιο ή βρίσκω το κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- βρίσκω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βρίσκω λύση ή βρίσκω τη λύση, βλ. λ. λύση·
- βρίσκω μια θέση στον ήλιο, βλ. λ. θέση·
- βρίσκω μπελά ή βρίσκω τον μπελά μου, βλ. λ. μπελάς·
- βρίσκω ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
- βρίσκω παρηγοριά, βλ. λ. παρηγοριά·
- βρίσκω πάτημα, βλ. λ. πάτημα·
- βρίσκω πάτο, βλ. λ. πάτος·
- βρίσκω στόχο, βλ. λ. στόχος·
- βρίσκω τ’ αγιάρι μου, βλ. λ. αγιάρι·
- βρίσκω τα ίσα μου ή βρίσκω το ίσο μου, βλ. λ. ίσος·
- βρίσκω τη βολή μου, βλ. λ. βολή1·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τη δύναμη να…, βλ. λ. δύναμη·
- βρίσκω τη φάμπρικα, βλ. φάμπρικα·
- βρίσκω (την) άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βρίσκω την άκρη της κλωστής, βλ. λ. άκρη·
- βρίσκω την ευαίσθητη χορδή του, βλ. λ. χορδή·
- βρίσκω (την) ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
- βρίσκω την πόρτα του ανοιχτή ή βρίσκω τις πόρτες του ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
- βρίσκω την πόρτα του κλειστή ή βρίσκω τις πόρτες του κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
- βρίσκω την τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- βρίσκω τις αισθήσεις μου, βλ. λ. αίσθηση·
- βρίσκω το αδύνατο σημείο του, βλ. λ. σημείο·
- βρίσκω το βήμα μου, βλ. λ. βήμα·
- βρίσκω το βηματισμό μου, βλ. λ. βηματισμός·
- βρίσκω το δάσκαλό μου, βλ. λ. δάσκαλος·
- βρίσκω το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- βρίσκω το δίκιο μου, βλ. λ. δίκιο·
- βρίσκω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκω το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του, βλ. λ. σημείο·
- βρίσκω το καπάκι μου, βλ. λ. καπάκι·
- βρίσκω το κολάι, βλ. λ. κολάι·
- βρίσκω το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- βρίσκω το κουμπί, βλ. λ. κουμπί·
- βρίσκω το κουμπί της, βλ. λ. κουμπί·
- βρίσκω το κουμπί του, βλ. λ. κουμπί·
- βρίσκω το μάστορά μου (το μάστορή μου), βλ. λ. μάστορας·
- βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα, βλ. λ. μήνας·
- βρίσκω το στόχο μου, βλ. λ. στόχος·
- βρίσκω το ταίρι μου, βλ. λ. ταίρι·
- βρίσκω το φάρμακο, βλ. λ. φάρμακο·
- βρίσκω τον άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- βρίσκω τον άνθρωπό μου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- βρίσκω τον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- βρίσκω ύφαλο, βλ. λ. ύφαλος·
- δε βρίσκω γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. λ. καιρός·
- δε βρίσκω λόγια να…, βλ. λ. λόγος·
- δε βρίσκω ούτ’ αρχή ούτε τέλος, βλ. λ. αρχή·
- δε βρίσκω (την) άκρη, βλ. λ. άκρη·
- δε βρίσκω το λόγο να…, βλ. λ. λόγος·
- δε βρίσκω χρόνο (για κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία, βλ. λ. καφές·
- δεν ξέρω, βρείτε τα ή δεν ξέρω βρέστε τα, έκφραση αδιαφορίας σε άτομο που μας ζητάει να παρέμβουμε ως διαιτητής στη διένεξη που έχει με κάποιον, συνεννοηθείτε χωρίς τη μεσολάβησή μου: «θα πεις κι εσύ έναν καλό λόγο για να σταματήσει επιτέλους αυτή η διένεξη με τον τάδε; -Δεν ξέρω, βρείτε τα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ. Συνών. δεν ξέρω, κανονίστε τα / δεν ξέρω, συζητείστε τα / δεν ξέρω, συνεννοηθείτε·    
- δεν τα βρήκαν, α. (για ζευγάρια) δεν μπόρεσαν να συνταιριάξουν, είχαν διαφορετικούς χαρακτήρες ή ενδιαφέροντα και γι’ αυτό δεν αποφάσισαν να κάνουν δεσμό: «ήταν και οι δυο τους καλά παιδιά αλλά δεν τα βρήκαν κι αποφάσισαν να μείνουν φίλοι. Συνών. δεν έσμιξαν τ’ άστρα τους. β. (γενικά) δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούνε, ιδίως σε κάποια συμφωνία, κάποιο λογαριασμό ή κάποια οικονομική δοσοληψία: «δεν τα βρήκαν στην προκαταβολή κι έτσι χάλασε η δουλειά»·
- δεν τη βρίσκω, α. δε μου αρέσει, δεν ευχαριστιέμαι, δεν κάνω κέφι: «δεν τη βρίσκω, όταν είμαστε μεγάλη παρέα, γιατί ο ένας λέει το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του || δεν τη βρίσκω με τις εκδρομές». (Τραγούδι: δεν τη βρίσκω με τη ντίσκο, η αγάπη θέλει ρίσκο). β. δεν ικανοποιούμαι σεξουαλικά: «δεν τη βρίσκω μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν τον βρίσκει ούτε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η φτώχεια, βλ. λ. φίλος·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. λ. καιρός·
- έχω βρει τη βολή μου, βλ. λ. βολή1·
- έχω δίκιο, αλλά πού θα το βρω, βλ. λ. δίκιο·
- θα σε βρουν στο χαντάκι, βλ. λ. χαντάκι·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, βλ. λ. βόδι·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- θα το βρω το γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρα τα ή και στο δρόμο να τα βρεις, μέτρησέ τα (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. δρόμος·
- κακό που μας βρήκε! ή κακό που με βρήκε! βλ. λ. κακός·
- κακό που τον βρήκε! βλ. λ. κακός·
- κακός μπελάς που με βρήκε! βλ. λ. μπελάς·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. λ. δουλειά·
- καλώς σας βρήκα! ή καλώς σε βρήκα! ή καλώς σας βρήκαμε! ως χαιρετισμός σε κάποιους ή σε κάποιον από άτομο που φτάνει σε ένα τόπο και δίνεται ως απάντηση στο καλώς ήρθες! ή καλώς ήρθατε! ή στο καλώς όρισες! ή καλώς ορίσατε! Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται σε ένα μόνο άτομο·
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, βλ. λ. τέντζερης·
- με βρήκε άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- με βρήκε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- με βρήκε η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- με βρήκε η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. λ. βρακί·
- με βρήκε το μεσημέρι, βλ. λ. μεσημέρι·
- με βρήκε το ξημέρωμα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- με βρίσκουν εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- με βρίσκουν οκέι, βλ. λ. οκέι·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. λ. μέρα·
- μην κλοτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου, βλ. λ. γονικά·
- μπελά δεν είχαμε και μπελά βρήκαμε, βλ. λ. μπελάς·
- να βρεις την υγειά σου, βλ. λ. υγεία·
- να μη σε βρει, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να μην πάθει, να μην του τύχει αυτό το κακό που κουβεντιάζουμε αυτή τη στιγμή, γιατί θα υποφέρει πάρα πολύ: «λες τώρα χωρίς να σκεφτείς, ότι δεν είναι και πολύ σπουδαίο που χρεοκόπησε ο τάδε. Να μη σε βρει, γιατί τότε θα καταλάβεις». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·
- όποιος βρίσκει και γαμεί, τύφλα έχει να παντρευτεί, βλ. λ. τύφλα·
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. λ. καιρός·
- ό,τι ποθείτε στην αγκαλιά σας να το βρείτε, βλ. λ. αγκαλιά·
- πανούκλα να σε βρει! βλ. λ. πανούκλα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; βλ. λ. τιμή·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. μυαλό·
- ποιος έχασε το φιλότιμό του, (για) να το βρεις εσύ; φιλότιμο·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; βλ. λ. αφτί·
- ποιος το ’χασε για να το βρεις εσύ; (ενν. το μυαλό, το φιλότιμο), βλ. λ. ποιος·
- πού με βρήκες, πού σε βρήκα! έκφραση που προκαταλαμβάνει και τη γνώμη του συνομιλητή μας, πως η συνάντησή μας και η συνεργασία μας υπήρξε αποτυχημένη: «πού με βρήκες, πού σε βρήκα, νόμιζα πως είχες προίκα, με το πρώτο σου φιλάκι με επότισε φαρμάκι)·   
- πού σε βρήκα! έκφραση απογοήτευσης για την αποτυχημένη εκλογή ατόμου που του αναθέσαμε να διεκπεραιώσει κάποια δουλειά ή υπόθεσή μας ή και για την αποτυχημένη εκλογή ερωτικού συντρόφου. (Λαϊκό τραγούδι: πού σε βρήκα βρε μαργιόλα και μου τα ’χεις φάει όλα). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, συχνάζει ανελλιπώς σε ένα χώρο: «πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις τον τάδε, στο μπαράκι Αλέα». (Λαϊκό τραγούδι: πού σε χάνω πού σε βρίσκω όλο κάνεις βόλτα, βραδινή περιπολία στη δική μου πόρτα
- σαν δε θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. γριά·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, άμμο δε βρίσκει, βλ. λ. θάλασσα·
- στον ουρανό το(ν) γύρευα και στη γη το(ν) βρήκα, βλ. λ. ουρανός·
- τα βρήκα αγγούρια, βλ. λ. αγγούρι·
- τα βρήκα μπαστούνια, βλ. λ. μπαστούνι·
- τα βρήκα ζόρικα, βλ. λ. ζόρικος·
- τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα, βλ. λ. ζόρικος·
- τα βρήκα σκούρα, βλ. λ. σκούρος·
- τα βρήκα σκούρα τα πράγματα, βλ. λ. σκούρος·
- τα βρήκα στενά, βλ. λ. στενός·
- τα βρήκα στενά τα πράγματα, βλ. λ. στενός·
- τα βρήκαμε, α. συμφωνήσαμε και τακτοποιήσαμε τις μεταξύ μας οικονομικές διαφορές. (Τραγούδι: οι ωραίοι έχουν χρέη και πληρώνουν με φιλιά, πες μου τώρα τι χρωστάω να τα βρούμε αγκαλιά). β. (γενικά) συμφωνήσαμε ύστερα από κουβέντα, συμβιβαστήκαμε ύστερα από ανάλυση της υπόθεσης ή του προβλήματος. (Λαϊκό τραγούδι: άσε με στη βαριά σκοτούρα και μην αρχίζεις τη μουρμούρα, σαν ξημερώσει θα τα βρούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε). γ. συμφιλιωθήκαμε: «μάλωσαν για ψύλλου πήδημα, αλλά τα βρήκαν πάλι»·
- τα βρήκαμε τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- τα βρήκε έτοιμα τα πράγματα, βλ. λ. έτοιμος·
- τα βρήκε όλα έτοιμα, βλ. λ. έτοιμος·
- τα βρήκε όλα στρωμένα, βλ. λ. στρωμένος·
- τα βρήκε στρωμένα τα πράγματα, βλ. λ. στρωμένος·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, βλ. λ. πιάτο·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- τη βρήκες την πόρτα; βλ. λ. πόρτα·
- τη βρίσκω, α. τακτοποιούμαι οικονομικά, κερδίζω χρήματα: «άνοιξα ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς και τη βρίσκω μια χαρά». (Λαϊκό τραγούδι: το θέμα είναι να τη βρω κι από τα δύσκολα να βγω). β. έρχομαι στο κέφι, ευχαριστιέμαι: «όταν πηγαίνω στα μπουζούκια, τη βρίσκω». γ. νιώθω άνεση και ευχαρίστηση με τη συντροφιά κάποιου: «πολύ τη βρίσκω μ’ αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάω στη Μύκονο για να τη βρω και μη με ψάξεις, έχω αλλάξει κινητό).δ. συνδέομαι ερωτικά. (Λαϊκό τραγούδι: μόνο η αγάπη που μου λείπει τ’ όμορφο το καρδιοχτύπι, μα που θα πάει θα τη βρω). ε. ικανοποιούμαι σεξουαλικά: «με τη μόνη γυναίκα που τη βρίσκω πολύ είναι η τάδε». (Τραγούδι: χωρίς ταμπού έλα να τη βρούμε στο ραντεβού ν’ αγαπηθούμε
- τη βρίσκω ζόρικα, βλ. λ. ζόρικα·
- τη βρίσκω μέσα, (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. μέσα·
- την πέρδικα απ’ τη λαλιά της βρίσκουνε τη φωλιά της, βλ. λ. πέρδικα·
- τι ψάχνεις τώρα να βρεις! ή τι την ψάχνεις τώρα! βλ. λ. ψάχνω·
- το βρήκα μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά· 
- το βρήκα πιο πέρα, βλ. λ. πέρα·
- το ψωριάρικο σκυλί, το σύντροφό του θε να βρει, βλ. λ. σκυλί·
- τον βρήκα μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον βρήκα πιο πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τον βρήκαν τέζα, βλ. λ. τέζα·
- τον βρήκαν τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- τον βρήκαν χαμογελαστό, βλ. λ. χαμογελαστός·
- τον βρήκα με το βρακί ή τον βρήκα με τα βρακιά, βλ. λ. βρακί·
- τον βρήκα με το πιστόλι στο στόμα, βλ. λ. πιστόλι·
- τον βρήκα με το σώβρακο ή τον βρήκα με τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- τον βρήκα μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·     
- τον βρήκα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον βρήκα σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον βρήκα σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα στις κακές του, βλ. λ. κακός·
- τον βρήκα στις μαύρες του, βλ. λ. μαύρος·
- τον βρήκα στο ξέφωτο, βλ. λ. ξέφωτο·
- τον βρήκε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. λ. πέτρα·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον βρήκε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- τον βρήκες το δρόμο; βλ. λ. δρόμος·
- τον βρίσκω κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- τον βρίσκω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον βρίσκω στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- τον βρίσκω στο σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- του βρήκα τη φλέβα, βλ. λ. φλέβα·
- του βρήκα το σφυγμό, βλ. λ. σφυγμός·
- τους βρήκα καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τρέξε βρες τον! ή τρέχα βρες τον! βλ. λ. τρέχω·
- τρόμαξα να τον βρω, βλ. λ. τρομάζω·
- τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ’ έξι, βλ. λ. παπάς·
- ώρα που βρήκες! ή ώρα που τη βρήκες! βλ. λ. ώρα.