βράζω,
ρ. [<μτγν. βράζω],
βράζω. 1α. είμαι πολύ αγανακτισμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός
εαυτού: «σε περιμένει μια ώρα και βράζει που καθυστέρησες». β. βρίσκομαι
σε έντονη αναταραχή: «ο αγροτικός κόσμος βράζει με την αδιαφορία της
κυβέρνησης». 2α. είμαι πολύ ζεστός, έχω υψηλό πυρετό: «γρήγορα να
φωνάξουμε το γιατρό, γιατί βράζει το παιδί». β. (για χώρους) έχω υψηλή
θερμοκρασία λόγω καύσωνα: «δεν άναψα φεύγοντας το κλιματιστικό και τώρα το
δωμάτιο βράζει». 3. υπάρχει κάτι σε αφθονία: «βράζει το υπόγειο απ’ τις
κατσαρίδες || βράζει η ψαραγορά απ’ το ψάρι». (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- αν
δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- βράζει
απ’ τα νεύρα του, βλ. λ. νεύρο·
- βράζει
και χύνεται, απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή
πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει τι γίνεται·
-
βράζει ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
-
βράζει στο ζουμί του, βλ. λ. ζουμί·
- βράζει
το αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- βράζει
το καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- βράζει
το παντελόνι του, βλ. λ. παντελόνι·
- βράζει
το στήθος μου, βλ. λ. στήθος·
- βράζει
το τσουκάλι, βλ. λ. τσουκάλι·
- βράζουν
σαν σκατά ή βράζουν σαν τα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- βράζουν
τα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- βράζω
απ’ το κακό μου, βλ. λ. κακό·
- βράζω
από μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- βράσ’
τα! άφησέ τα, μην τα υπολογίζεις, είναι ανάξια προσοχής, ενδιαφέροντος ή
φροντίδας: «βράσ’ τα ό,τι έκανες μέχρι τώρα, γιατί από δω και πέρα θ’
ασχοληθείς μ’ αυτό που θα σου πω εγώ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ.
Συνών. γάμησέ τα! / χέσ’ τα(!)· βλ. και φρ. βράστα κι άσ’ τα(!)
- βράσ’
τα κι άσ’ τα! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την
κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει πώς πάει ή πώς
πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα. Συνών. γάμησέ τα
κι άφησέ τα! / χέσ’ τα κι άσ’ τα(!)·
- βράσ’
το! άφησέ το, μην το υπολογίζεις, είναι εντελώς άχρηστο: «βράσ’ το το
παλιόπραμα, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ.
Συνών. γάμησέ το! / χέσ’ το(!)·
- βράσ’
το και πιες το ζουμί του! βλ. λ. ζουμί·
- βράσ’
το κι άσ’ το! επιτείνει την έννοια του βράσ’ το(!). Συνών. γάμησέ
το κι άφησέ το! / χέσ’ το κι άσ’ το(!)·
- βράσ’
τον! άφησέ τον, μην τον υπολογίζεις, είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος,
τιποτένιος: «βράσ’ τον, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι για τέτοιον άνθρωπο!».
Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ. Συνών. γάμησέ τον! / χέσ’
τον(!)·
-
βράσ’ τον και πιες το ζουμί του! βλ. λ. ζουμί·
- βράσ’
τον κι άσ’ τον! επιτείνει την έννοια του βράσ’ τον(!). Συνών. γάμησέ
τον κι άφησέ τον! / χέσ’ τον κι άσ’ τον(!)·
- βράσε
αγριάδα! βλ. λ. αγριάδα2·
- βράσε
ρύζι! ή βράσε όρυζα! βλ. λ. ρύζι·
- εδώ
το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είναι
καζάνι που βράζει, βλ. λ. καζάνι·
- θα
βράσουν τα ροβίθια, βλ. λ. ροβίθια·
- να
σε βράσω! α. έκφραση δυσφορίας για κάποιον ή για κάτι που μας
δημιουργεί προβλήματα: «να σε βράσω! Ούτε μια δουλειά δεν είσαι άξιος να κάνεις
|| να σε βράσω! Ακόμη δε σε πήρα και σε τρέχω στα γκαράζ!». β. λέγεται
και στην περίπτωση που θέλουμε να εκφράσουμε σε κάποιον μια συγκρατημένη
περιφρόνηση αλλά και συμπάθεια: «να σε βράσω! Πάλι λάθος το έκανες || να σε
βράσω! Καλά που μας λες και κανένα πετυχημένο ανέκδοτο και γελάμε». Συνών. να
σε χέσω(!)·
- να
τα βράσω! (τα λεφτά σου), δε τα δίνω καμιά αξία, καμιά σημασία, τα
περιφρονώ: «όλοι με κάνουν παρέα για τα λεφτά μου. -Να τα βράσω!». Συνών. να
τα χέσω! (ενν. τα λεφτά σου)·
- να
τα βράσω τα λεφτά σου! βλ. λ. λεφτά·
- να
το βράσω! βλ. φρ. βράσ’ το(!). Συνών. να το χέσω(!)·
- να
τον βράσω! βλ. φρ. βράσ’ τον(!). Συνών. να τον χέσω·
- όλοι
σ’ ένα καζάνι βράζουμε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, βλ. λ. καζάνι.