αγριάδα2, η, ουσ. [<μσν. ἀγριάδα <άγριος + κατάλ. -άδα], είδος αγριοβότανου, που το βράζουν και πίνουν το ζουμί του για φαρμακευτικούς λόγους, καθώς και για αντιμετώπιση της βλεννόρροιας·
- βράσε αγριάδα! (ενν. και πιες το ζουμί της), όπως κατάντησες ή όπως τα κατάφερες, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα προς το παρόν για να καλυτερεύσεις την κατάσταση, αλλά πρέπει να περάσει λίγος καιρός (όσο κρατάει δηλ. και η θεραπεία της βλεννόρροιας) για να διορθωθούν τα πράγματα: «τώρα, όπως έγιναν τα πράγματα, βράσε αγριάδα και βλέπουμε!».