βράδυ, το, ουσ. [<μσν. βράδυ <αρχ. βραδύ, ουδ. του επιθ. βραδύς, με ανέβασμα του τόνου], το βράδυ, η νύχτα: «κάθε βράδυ γυρίζει νωρίς στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: η νύχτα θέλει έρωτα και βράδια αξημέρωτα). Υποκορ. βραδάκι, το (βλ. λ.)·
- απ’ το βράδυ ως το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- απ’ το πρωί ως το βράδυ, κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου: «απ’ το πρωί ως το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό το μεροκάματο κουβέντα με το θάνατο απ’ το πρωί ως το βράδυ ψηλά παραθυρόφυλλα το δάκρυ στα ματόφυλλα και τ’ όνειρο ρημάδι
- απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που επιδιώκει να φανεί πιο έξυπνο από εμάς, κάτι βέβαια που δεν του το αναγνωρίζουμε ή που δεν ισχύει: «σε μένα μην προσπαθείς να κάνεις τον έξυπνο, γιατί, αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας τα λες εσύ το βράδυ». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- βράδυ πρωί ή πρωί βράδυ, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «βράδυ πρωί κάθεται στα διάφορα μπαράκια και τεμπελιάζει || πρωί βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω Μανταλένα, Μανταλένα δε σε ξεχνώ
- βράδυ σου δώσανε το δίπλωμα; ή βράδυ πήρες το δίπλωμα; ειρωνική παρατήρηση σε ατζαμή οδηγό·
- καλό βράδυ! αποχαιρετιστήρια ευχή που δίνεται μετά το απόγευμα. (Λαϊκό τραγούδι: καλό σας βραδάκι κι ώρα καλή, πάρ’ τε μαζί σας μια συμβουλή
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. φρ. φάε λάδι κι έλα βράδυ, λ. λάδι·
- πρωί βράδυ, βλ. φρ. βράδυ πρωί.