βούτα, η, ουσ. [<βουτώ]. 1. το πέσιμο στο δρόμο: «καθώς έτρεχα να σε προλάβω, πήρα μια βούτα στο δρόμο». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) περιοχή όπου γίνονται κόντρες μεταξύ των μηχανόβιων, όπου συνήθως συμβαίνουν πολλά δυστυχήματα από τα πεσίματα των οδηγών: «θα συναντηθούμε στη βούτα που είναι έξω απ’ την πόλη». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το τούρκικο αποχωρητήριο (που δεν έχει λεκάνη για να κάθεται αυτός που κάνει την ανάγκη του, αλλά που υπάρχει μόνο μια τρύπα στο δάπεδο, από όπου πέφτουν οι ακαθαρσίες του). Συνών. αναγκαίο(ς) (3α) / απόπατος / σκατιέρα / χαλές (1) / χέστρα (1) / χρεία (2)· βλ. και λ. μέρος (3).4. (στη γλώσσα της αργκό) η αρπαγή, η κλεψιά: «η τελευταία βούτα που έκανε ήταν ένα χρυσό ρολόι». 5. ράτσα περιστεριού εκπαιδευμένο να πέφτει κάθετα και με ορμή στον περιστερώνα του, για να προσελκύσει και να παρασέρνει τα αδέσποτα περιστέρια. 6. στον πλ. οι βούτες, (στη γλώσσα της αργκό) οι ασύδοτες προμήθειες ή μίζες: «από τότε που μπήκε στο υπουργείο, έχει τρελαθεί στις βούτες»·
- βούτες, μάσες, χάψες, ασύδοτα κέρδη, ασύδοτες προμήθειες ή μίζες, ασύδοτη εκμετάλλευση, ιδίως από πολιτικούς ή πολιτικά στελέχη: «απ’ τη μέρα που βγήκε το κόμμα του, βούτες, μάσες, χάψες, ο κύριος τάδε κι έπεται συνέχεια»·
- πήρα μια βούτα ή πήρα βούτα, πάτησα σε ολισθηρή επιφάνεια ή μπερδεύτηκα στο βηματισμό μου ή σκόνταψα κάπου και έπεσα: «πάνω στη βιασύνη μου να προλάβω το λεωφορείο στη στάση, πήρα μια βούτα και κυλίστηκα στο πεζοδρόμιο».