βούρτσισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. βουρτσίζω + κατάλ. -μα], το βούρτσισμα· η κολακεία, η δουλοπρέπεια: «ο τάδε είναι μάνα στο βούρτσισμα»·
- αρχίζω το βούρτσισμα, κολακεύω, φέρομαι δουλικά σε κάποιον: «μόλις γνωρίσει κάποιον πλούσιο, αρχίζει αμέσως το βούρτσισμα»·
- πιάνω το βούρτσισμα, βλ. φρ. αρχίζω το βούρτσισμα.