βούρδουλας, ο, ουσ. [<μσν. βούρδουλας <βούρδολος <αρχ. βουδόρος (= ραβδί με το οποίο χτυπούν το βόδι]. 1. μαστίγιο κατασκευασμένο από δέρμα, που χρησιμοποιείται και ως όργανο βασανισμού: «τον έδεσαν σ’ έναν πάσαλο κι ένας χειροδύναμος άρχισε να τον χτυπά με τον βούρδουλα». (Λαϊκό τραγούδι: πέντε άντρες τη νυχτιά το κορμί τους έκαιγε, βγάζει ο βούρδουλας φωτιά μα κανείς δεν έκλαιγε).2. η καταπίεση, ο καταναγκασμός: «πρέπει να τον πάρεις με το καλό, γιατί με το βούρδουλα δε θα μπορέσεις να του επιβληθείς || ο Έλληνας μόνο με το βούρδουλα μπορεί να βάλει μυαλό»·
- βούρδουλας που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «βούρδουλας που σου χρειάζεται μ’ αυτό το συνήθειο που έχεις να κατηγορείς όλον τον κόσμο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα·
- δουλεύει βούρδουλας, επιβάλλεται συστηματικά αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία: «ο διευθυντής μας είναι πολύ σκληρός και με το παραμικρό παράπτωμα δουλεύει βούρδουλας». Συνών. δουλεύει καμτσίκι.