βολή2, η, ουσ. [<αρχ. βολή <βάλλω], η βολή. 1. λεκτική επίθεση ή εκτόξευση κατηγοριών εναντίον κάποιου: «οι βολές της αντιπολίτευσης κατά της κυβερνήσεως για το συνταξιοδοτικό έκαναν αίσθηση στο πανελλήνιο». 2. (για μπάσκετ) το πέταγμα της μπάλας προς το αντίπαλο καλάθι για την επίτευξη καλαθιού: «ο τάδε παίχτης, είχε πέντε πετυχημένες βολές». 3α. (στον αθλητισμό) η ρίψη: «ο ακοντιστής μας χρειάζεται μια καλή βολή για να περάσει στα τελικά». β. το διάστημα, η απόσταση που καλύπτει η ρίψη: «η βολή του ακοντιστή μας ξεπέρασε τα εβδομήντα μέτρα»·
- βρίσκομαι σε απόσταση βολής, μετά από ένα διάστημα προσπαθειών βρίσκομαι σε θέση να πραγματοποιήσω τον επιδιωκόμενο σκοπό μου: «τώρα που βρίσκομαι σε απόσταση βολής απ’ το πτυχίο μου, τώρα θα παρατήσω το πανεπιστήμιο!». Από την απόσταση που διανύει ένα βλήμα, οπότε οι αντίπαλοι στρατοί, είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό τους, που είναι η εμπλοκή, η μάχη·
- κάνω βολή, (για αθλητές), βλ. φρ. ρίχνω βολή·
- πεδίο βολής, βλ. λ. πεδίο·
- ρίχνω (εξαπολύω) βολές (εναντίον κάποιου), εξαπολύω λεκτική επίθεση ή εκτοξεύω κατηγορίες εναντίον κάποιου: «ο αρχηγός του κόμματος εξαπέλυσε βολές εναντίον του προεδρείου για τη μη τήρηση του καταστατικού κατά την ψηφοφορία»·
- ρίχνω βολή, (για αθλητές) πραγματοποιώ ρίψη (ακοντίου, δίσκου, σφαίρας, σφύρας): «ο τάδε αθλητής της δισκοβολίας έριξε βολή εξήντα πέντε μέτρα»·
- τον έχω σε απόσταση βολής, βρίσκομαι σε τέτοια απόσταση από αυτόν, που έχω τη δυνατότητα να τον πλήξω με το πυροβόλο όπλο μου: «αν πλησιάσει ακόμα λίγο, θα τον έχω σε απόσταση βολής και θα μπορέσω να τον πυροβολήσω»·    
- του δίνω τη χαριστική βολή, με την ενέργειά μου ολοκληρώνω την καταστροφή του: «δεν πήγαινε καθόλου καλά στη δουλειά του και, όταν διαμαρτύρησα τις επιταγές που είχα στα χέρια μου, του ’δωσα τη χαριστική βολή». (Λαϊκό τραγούδι: αφού δεν μπορείς να νιώσεις τη δική μου την ψυχή, πάρε θάρρος να μου δώσεις τη χαριστική βολή). Από την εικόνα του αρχηγού εκτελεστικού αποσπάσματος, που δίνει με το πιστόλι του την τελευταία βολή στον κρόταφο του εκτελεσθέντος για να τον αποτελειώσει·  
- χαριστική βολή, οτιδήποτε ολοκληρώνει μια καταστροφή: «μετά τη χρεοκοπία του ο χωρισμός του με τη γυναίκα του υπήρξε γι’ αυτόν η χαριστική βολή || οι απανωτές απεργίες υπήρξαν η χαριστική βολή για την ήδη προβληματική οικονομία».