βλέφαρο, το, ουσ. [<αρχ. βλέφαρον <βλέπω], το βλέφαρο, συνήθως στον πλ. τα βλέφαρα, τα ματόφυλλα·
- ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλεφαρίζω·
- βαραίνουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- δεν κλείνω βλέφαρο, βλ. συνηθέστ. δεν κλείνω μάτι, λ. μάτι·
- κλείνουν τα βλέφαρά μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα βλέφαρά μου»·
- κλείνω τα βλέφαρα ή κλείνω τα βλέφαρά μου, κοιμάμαι: «έρχεται κάθε βράδυ με τέτοια κούραση, που, μόλις ξαπλώσει στο κρεβάτι, κλείνει τα βλέφαρα»·
- κλείνω τα βλέφαρά μου μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, λ. μάτι·
- νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου, νυστάζω: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου»·
- πέφτουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- πεταρίζω τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου·
- ρίχνω ένα βλέφαρο, κοιτάζω βιαστικά, ρίχνω μια βιαστική ματιά: «ρίξ’ ένα βλέφαρο στο μπαράκι κι αν είναι ο αδερφός μου, πέσ’ του πως τον θέλω || δε θυμάμαι πώς ακριβώς ήταν, γιατί έριξα ένα βλέφαρο μόνο»·
- του κλείνω τα βλέφαρα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω τα μάτια, λ. μάτι.