βλεφαρίζω, ρ. [<βλέφαρο + κατάλ. -ίζω] (ιδίως για γυναίκα) ανοιγοκλείνω πολλές φορές ενδεικτικά τα βλέφαρά μου, ιδίως σε κάποιον άντρα, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από μένα, για να του δώσω να καταλάβει το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «μόλις της γυαλίσει κάποιος, αρχίζει να τον βλεφαρίζει». Συνήθεια που επικράτησε ιδίως τη ρομαντική εποχή του μεσοπολέμου. Σήμερα συνήθως με ειρωνική διάθεση.