βιόλα1, η ουσ. [<ιταλ. viola], η βιόλα· (στη γλώσσα της αργκό) επαναλαμβανόμενη μέθοδος, τακτική, επαναλαμβανόμενο μέσο για εξαπάτηση: «έχει βρει μια βιόλα και τα κονομάει χωρίς να κάνει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: βρε, μάγκα, συμμορφώσου πια και πάψ’ αυτή τη βιόλα και μη ζητάς καθημερνώς να μου τα παίρνεις όλα
- βαράω την ίδια βιόλα, βλ. φρ. βαράω το ίδιο βιολί. (Λαϊκό τραγούδι: βαράνε τα κορίτσια την ίδια πάντα βιόλα και βρίσκουνε τ’ αγόρια τους και πίνουνε απ’ όλα
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. φρ. πού θα πάει αυτό το βιολί; λ. βιολί·
- τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «τι βιόλα είν’ αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || τι βιόλα είν’ αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || τι βιόλα είν’ αυτή κάθε μεσημέρι, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! / τι κατάσταση είν’ αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! / τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι χαβάς κι αυτός!