βίντσι, το, ουσ. κ. βιντς, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. winsh], το βαρούλκο, ο γερανός. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα στέκομαι στο βίντσι και προσέχω τις γωνιές και φωνάζω βίρα-μόλα και μετρώ τις σαμπανιές
- δε μου σηκώνεται ούτε με βίντσι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), α. βρίσκομαι σε τόσο κακή ψυχολογική κατάσταση ή είμαι τόσο πολύ κουρασμένος, που το πέος μου δεν έρχεται σε κατάσταση στύσης με κανέναν τρόπο: «τον τελευταίο καιρό έχω τόσα προβλήματα, που δε μου σηκώνεται ούτε με βίντσι». β. το πέος μου δεν έρχεται σε στύση με κανέναν τρόπο, επειδή, προηγουμένως είχα αλλεπάλληλες και έντονες σεξουαλικές επαφές: «όλο το βράδυ ξεσκίστηκα με την τάδε και σήμερα δε μου σηκώνεται ούτε με βίντσι». Συνών. δε μου σηκώνεται ούτε με γερανό·
- δε σηκώνεται ούτε με βίντσι, α. είναι τόσο κουρασμένος ή κοιμάται τόσο βαθιά, που είναι αδύνατο να μετακινηθεί από τη θέση του ή να ξυπνήσει: «έκανε όλη τη μετακόμιση μοναχός του και, τώρα που κάθισε να ξεκουραστεί, δε σηκώνεται ούτε με βίντσι || είχε δυο μέρες να κοιμηθεί και, τώρα που τον έπιασε ο ύπνος, δε σηκώνεται ούτε με βίντσι». β. είναι πολύ τεμπέλης: «αν του πεις για βόλτα είναι πρώτος, αλλά, αν είναι για δουλειά, δε σηκώνεται ούτε με βίντσι». γ. (για αντικείμενα) είναι πάρα πολύ βαρύ: «προσπάθησα να σηκώσω μοναχός μου το κιβώτιο, αλλά αυτό δε σηκώνεται ούτε με βίντσι». Συνών. δε σηκώνεται ούτε με γερανό·
- δεν έρχεται ούτε με βίντσι, δεν έρχεται με κανέναν τρόπο, είτε από θυμό είτε από ντροπή είτε από φόβο: «έμαθε πως θα ’σαι κι εσύ το βράδυ στη συγκέντρωση, γι’ αυτό δεν έρχεται ούτε με βίντσι || μόλις έμαθε πως θα ’ναι μαζί μας και ο τάδε, δεν έρχεται ούτε με βίντσι, γιατί του χρωστάει ακόμα ένα σωρό λεφτά και ντρέπεται να τον αντικρίσει». Συνών. δεν έρχεται ούτε με γερανό.