βερεσέ, επίρρ. [<τουρκ. veresiye], με πίστωση: «το μαγαζί δεν πουλάει βερεσέ». (Λαϊκό τραγούδι: να αυτό είναι το αλάνι του Περαία το φιντάνι, βερεσέ άμα τα πίνει τα ξεχνάει και δεν τα δίνει). Ακούγεται σπάνια και βερεσέδικα: «βερεσέδικα δεν πουλάω τίποτα»·
- αυτά τ’ ακούω βερεσέ, τα ακούω χωρίς να τα λαβαίνω υπόψη μου, χωρίς να τα υπολογίζω. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα)·
- βερεσέ μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
- δίνω βερεσέ, πουλώ με πίστωση: «έχει χάσει πολλά λεφτά από διάφορους μπαταχτσήδες, γι’ αυτό, στο εξής δε δίνει βερεσέ σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να μπει κι αυτός εκεί ν’ αρχίσει και να πίνει, μα είναι φτωχό το μαγαζί και βερεσέ δε δίνει
- έγινε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- έφυγε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- έχασε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- κάνω βερεσέ, πουλώ με πίστωση: «φτουρίσανε οι μπαταχτσήδες, γι’ αυτό δεν κάνω βερεσέ σε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: μια κι έτυχε να ’ρθεις στη γειτονιά μας να κάτσεις, να γλεντήσουμε μαζί, κι αν δε μας φτάνουνε τα τάλιρά μας μας κάνει βερεσέ το μαγαζί)·  
- πήγε τζάμπα και βερεσέ, βλ. λ. τζάμπα·
- πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- το παίρνω βερεσέ, δεν το λαβαίνω υπόψη μου, δεν το υπολογίζω: «ό,τι και να μου πει, το παίρνω βερεσέ». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πια που το ’χω πιάσει, χίλιους βρίσκω σαν εσέ κι άλλοι μου πουλούν αγάπες, μα τις παίρνω βερεσέ).