βεντάλια κ. βεντάγια, η, ουσ. [<ιταλ. vendaglio, vendaio], η βεντάλια·
- άνοιξε πολύ τη βεντάλια, έθεσε πολλά θέματα ταυτοχρόνως: «η συνεδρίαση κράτησε μέχρι της πρωινές ώρες, γιατί ο πρόεδρος στον εισαγωγικό του λόγο άνοιξε πολύ τη βεντάλια».