βενζίνα, η κ. βενζίνη, η κ. μπενζίνα, η, ουσ. [<ιταλ. benzina], η βενζίνα. 1. τα χρήματα ως κινητήρια δύναμη: «όταν σου λείπει η βενζίνα, καλύτερα να μη βγαίνεις απ’ το σπίτι σου». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που ακινητοποιείται όταν του τελειώσει η βενζίνα. 2. η βενζινάκατος: «έχει μια μικρή βενζίνα και μεταφέρει τους τουρίστες στις γύρω πλαζ». Ακούγεται και βεντζίνα κ. βεντζίνη κ. μπεντζίνα κ. μπεντζίνη, η·
- είναι στις βενζίνες, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, χρησιμοποιεί την οσμή της βενζίνας, που την εισπνέει βαθιά, για να βρεθεί σε κατάσταση παραίσθησης: «μην έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, που είναι μόνο στις βενζίνες, γιατί από κει αρχίζουν τα πιο πολλά πιτσιρίκα»·
- μένω από βενζίνα, α. ακινητοποιούμαι με το αυτοκίνητό μου, γιατί τελείωσε η βενζίνα του: «δε βρήκα ούτε ένα βενζινάδικο ανοιχτό κι έμεινα από βενζίνα λίγο έξω απ’ την πόλη». β. τελειώνουν όλα τα χρήματά μου: «κάθε φορά που μένω από βενζίνα, κάθομαι αναγκαστικά στο σπίτι». Από παρομοίωση του χρήματος ως κινητήρια δύναμη με τη βενζίνα·
- τραβώ βενζίνα, αντλώ από ένα δοχείο ή ντεπόζιτο βενζίνα: «έβαλα ένα λάστιχο στο ρεζερβουάρ τ’ αυτοκινήτου μου για να τραβήξω βενζίνα».