αγλέουρας κ. αγλέορας, ο, ουσ. [<αρχ. ἑλλέβορος], είδος δηλητηριώδους φυτού·
- βγάλε τον αγλέουρα, (απειλητικά) μη μιλάς, σκάσε, βούλωσ’ το: «βγάλε τον αγλέουρα, γιατί θα φας φάπες, στο λέω». Συνών. βγάλε το σκασμό / βγάλε τον περίδρομο·    
- έφαγε τον αγλέουρα, α. έφαγε υπερβολικά, σε μεγάλες ποσότητες: «τον καλέσαμε στο τραπέζι για ένα μεζέ κι αυτός έφαγε τον αγλέουρα» β. καταχράστηκε μεγάλα χρηματικά ποσά, ιδίως του δημοσίου: «ήταν ένα διάστημα στο Υπουργείο Οικονομικών κι έφαγε τον αγλέουρα». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «αφού πρώτα έφαγε τον αγλέουρα απ’ την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του, τώρα ζητάει δανεικά». Συνών. έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του / έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον άμπακα / έφαγε τον περίδρομο·
- κατεβάζω τον αγλέουρα, βλ. φρ. τρώω τον αγλέουρα·
- πίνω τον αγλέουρα, πίνω υπερβολικά, πίνω αλκοόλ σε μεγάλες ποσότητες: «χτες βράδυ γίναμε όλοι πίτα, γιατί ήπιαμε τον αγλέουρα»·
- ρίχνω τον αγλέουρα, βλ. φρ. τρώω τον αγλέουρα·
- τρώω τον αγλέουρα, τρώω πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «κάθε φορά που η μάνα μου μαγειρεύει μουσακά, τρώω τον αγλέουρα». Συνών. τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου / τρώω το καταπέτασμα / τρώω τον αβλέμονα / τρώω τον άμπακα / τρώω τον περίδρομο· βλ. και φρ. έφαγε τον αγλέουρα.