βγαίνω, ρ. [<μσν. βγαίνω <ἐβγαίνω <ἐγβαίνω <αρχ. ἐκβαίνω], βγαίνω. 1. γεννιέμαι: «τον έβαλαν για ένα διάστημα στη γυάλα, γιατί βγήκε εφταμηνίτικο». 2α. καταφέρνω να αντιμετωπίζω τις οικονομικές δυσκολίες με τα λεφτά που έχω, που κερδίζω συνήθως επί μηνιαίας βάσης: «απ’ τη στιγμή που βγαίνω με τα λεφτά που παίρνω, είμαι ευχαριστημένος». β. (γενικά) τα έσοδά μου υπερκαλύπτουν τα έξοδά μου: «όλοι έχουν μάθει να κλαίγονται, κι απορώ δηλαδή πώς εγώ βγαίνω κι αυτοί δε βγαίνουν;»· βλ. και φρ. δε βγαίνει. 3. φεύγω, αποχωρώ: «εγώ βγαίνω απ’ αυτή τη δουλειά». 4. διατηρώ ερωτικές σχέσεις: «βγαίνω με την τάδε». 5α. εκλέγομαι: «στις εκλογές στο νομό μας βγαίνει κι ο τάδε βουλευτής». β. κερδίζω στις εκλογές: «ποιο κόμμα βγήκε στις εκλογές που έγιναν το 1990;». 6. δείχνω με τη συμπεριφορά μου ποιος πραγματικά είμαι, αποδεικνύομαι: «βγαίνω καλός || βγαίνω κακός || βγαίνω σκάρτος || βγαίνω μπαγάσας || βγήκε καλό παιδί || βγήκε καλός γαμπρός || στην αρχή δεν τον εμπιστευόμουν, αλλά βγήκε καλός δικηγόρος || δε γίνεται να βγαίνουν όλοι καλοί κ.λπ.». 7α. (για μέλη του σώματος) καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι: «ήταν τόσο βαρύ το κιβώτιο που κουβαλούσα, που έβγαλα τα χέρια μου». β. εξαρθρώνομαι: «έβγαλα την ωμοπλάτη μου || έβγαλα το χέρι μου || έβγαλα το πόδι μου». 8. πηγαίνω να διασκεδάσω, να ψυχαγωγηθώ: «πού βγαίνεις τα βράδια; || εγώ δεν είμαι κανένας παντοφλάκιας και πάντα βγαίνω τα βράδια». 9. κυκλοφορώ, παρουσιάζομαι: «βγήκαν πολλοί απατεώνες στην πιάτσα». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι τα χρόνια πέρασαν και όλους μας εγέρασαν. Τώρα βγήκαν νέοι μάγκες, όλοι τρίχες, ματσαράγκες). 10α. (για χαρτοπαίγνιο) πετυχαίνω να σχηματίσω τον απαιτούμενο συνδυασμό με τα φύλλα που κρατώ στα χέρια μου και κερδίζω το κόλπο: «αν δεν τραβούσα την ντάμα κούπα, δε θα ’βγαινα». β. αποχωρώ από το παιχνίδι, γιατί δεν έχω άλλα χρήματα: «επειδή έμεινα ταπί, βγήκα απ’ το παιχνίδι». γ. (γενικά για επιτραπέζια παιχνίδια) κερδίζω, νικώ: «ποιος βγήκε στο τάβλι που παίξατε;». 11. (για ηθοποιούς ή καλλιτέχνες του θεάματος) παρουσιάζομαι στη σκηνή: «ετοιμάσου, γιατί σε λίγο βγαίνεις». 12. στο γ΄ εν. βγαίνει, επαληθεύεται, πραγματοποιείται: «ξέρω μια καφετζού που, ό,τι σου λέει, βγαίνει». 13. στον αόρ. βγήκα, (ειδικά για χαρτοπαίγνιο) πέτυχα να σχηματίσω τον απαιτούμενο συνδυασμό με τα φύλλα που κρατούσα στα χέρια μου και κέρδισα το κόλπο: «παιδιά βγήκα». Συνήθως λέγεται σε χαρούμενο ή θριαμβευτικό τόνο. (Ακολουθούν 327 φρ.)· 
- ακόμη δε βγήκε απ’ τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
- ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, βλ. λ. καβούκι·
- ακόμη δε βγήκε απ’ το μουνί της μάνας του, βλ. λ. μουνί·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι, βλ. λ. αγκάθι·
- απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, βλ. λ. λαγός·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η (το) συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκε κι απ’ την άλλη βγήκε, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. λ. καιρός·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. λ. λάσπη·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ. αφτί·
- από ένα πρόβατο δυο δέρματα δε βγαίνουν, βλ. λ. πρόβατο·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγει ό,τι βγει, βλ. λ. ό,τι·
- βγαίνει βρόμα ή βγαίνει η βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
- βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- βγαίνει η κουραμάνα, βλ. λ. κουραμάνα·
- βγαίνει η μαμαλίγκα, βλ. λ. μαμαλίγκα·
- βγαίνει η μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- βγαίνει η φασουλάδα, βλ. λ. φασουλάδα·
- βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος, βλ. λ. άρτος·
- βγαίνει ο επιούσιος, βλ. λ. επιούσιος·
- βγαίνει ο ήλιος ή ο ήλιος βγαίνει, βλ. λ. ήλιος·  
- βγαίνει ο τραχανάς, βλ. λ. τραχανάς·
- βγαίνει στον αέρα, (για ειδήσεις) βλ. λ. αέρας·
- βγαίνει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- βγαίνει το καθημερινό, βλ. λ. καθημερινό·
- βγαίνει το καρβέλι, βλ. λ. καρβέλι·
- βγαίνει το ξεροκόμματο, ξεροκόμματο·
- βγαίνει το ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- βγαίνει το ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- βγαίνουν δε βγαίνουν (ενν. τα χρήματα), είναι αμφίβολο αν επαρκούν: «ύστερα από τόσα έξοδα που έκανα, βγαίνουν δε βγαίνουν τώρα ν’ αγοράσω κι ένα ρολόι»·
- βγαίνουν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- βγαίνουν τα ραφτικά, βλ. λ. ραφτικά·
- βγαίνουν τα ψαλτικά, βλ. λ. ψαλτικά·
- βγαίνω αληθινός, βλ. λ. αληθινός·
- βγαίνω ανάποδα, (για πορεία)βλ. λ. ανάποδος·
- βγαίνω απ’ τα νερά μου, βλ. λ. νερό·
- βγαίνω απ’ τα όρια, βλ. λ. όριο·
- βγαίνω απ’ τα όριά μου, βλ. λ. όριο·
- βγαίνω απ’ τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- βγαίνω απ’ τη γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- βγαίνω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
- βγαίνω απ’ τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- βγαίνω απ’ τη σειρά μου, βλ. λ. σειρά·
- βγαίνω απ’ τη φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- βγαίνω απ’ την κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βγαίνω απ’ την υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
- βγαίνω απ’ τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- βγαίνω απ’ το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το καβούκι μου, βλ. λ. καβούκι·
- βγαίνω απ’ το λογαριασμό (μου), βλ. λ. λογαριασμός·
- βγαίνω απ’ το μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- βγαίνω απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- βγαίνω απ’ το πανεπιστήμιο, βλ. λ. πανεπιστήμιο·
- βγαίνω απ’ το τούνελ, βλ. λ. τούνελ·
- βγαίνω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απάνω (ενν. σαν αφρός, σαν το λάδι), βλ. λ. απάνω·
- βγαίνω απάνω σαν αφρός, βλ. λ. αφρός·
- βγαίνω απάνω σαν το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- βγαίνω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- βγαίνω από πάνω, βλ. λ. πάνω·
- βγαίνω αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- βγαίνω ασπροπρόσωπος, βλ. λ. ασπροπρόσωπος·
- βγαίνω αφρός, βλ. λ. αφρός·
- βγαίνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- βγαίνω γελασμένος, βλ. λ. γελασμένος·
- βγαίνω (για) καμάκι, βλ. λ. καμάκι·
- βγαίνω (για) ψάρεμα, βλ. λ. ψάρεμα·
- βγαίνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- βγαίνω δε βγαίνω, δεν είμαι σίγουρος αν αποκομίζω κέρδος, ιδίως από κάποια αγοραπωλησία: «θα σου το δώσω στην τιμή που σου υποσχέθηκα, αλλά, να ’σαι σίγουρος, βγαίνω δε βγαίνω»·
- βγαίνω εκτός εαυτού, βλ. λ. εαυτός·
- βγαίνω εκτός μάχης, βλ. λ. μάχη·
- βγαίνω έξω, βλ. λ. έξω·
- βγαίνω καθαρός, βλ. λ. καθαρός·
- βγαίνω καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- βγαίνω κερδισμένος, βλ. λ. κερδισμένος·
- βγαίνω κι από πάνω, βλ. λ. πάνω·
- βγαίνω κόρνερ, βλ. λ. κόρνερ·
- βγαίνω λάδι, βλ. λ. λάδι·
- βγαίνω μονοκούκι, βλ. λ. μονοκούκι·
- βγαίνω μπιελάρ, βλ. λ. μπιελάρ·
- βγαίνω μπουρδελότσαρκα, βλ. λ. μπουρδελότσαρκα·
- βγαίνω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- βγαίνω παγανιά, βλ. λ. παγανιά·
- βγαίνω παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- βγαίνω παραπονούμενος, βλ. λ. παραπονούμενος·
- βγαίνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- βγαίνω περίπατο, βλ. λ. περίπατος·
- βγαίνω περιπολία, βλ. λ. περιπολία·
- βγαίνω σεργιάνι, βλ. λ. σεργιάνι·
- βγαίνω σκάρτος, βλ. λ. σκάρτος·
- βγαίνω στ’ αντιτορπιλικά, βλ. λ. αντιτορπιλικά·
- βγαίνω στα μαγαζιά, βλ. λ. μαγαζί·
- βγαίνω στα πέριξ, βλ. λ. πέριξ·
- βγαίνω στα περιπολικά, βλ. λ. περιπολικός·
- βγαίνω στα πολεμικά, βλ. λ. πολεμικός·
- βγαίνω στα φόρα, βλ. λ. φόρα2·
- βγαίνω στη βίζιτα, (για γυναίκες) βλ. λ. βίζιτα·
- βγαίνω στη γύρα, βλ. λ. γύρα·
- βγαίνω στη ζήτα, βλ. λ. ζήτα·
- βγαίνω στη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βγαίνω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- βγαίνω στη σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- βγαίνω στη σύνταξη, βλ. λ. σύνταξη·
- βγαίνω στη φόρα, βλ. λ. φόρα2·
- βγαίνω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- βγαίνω (στην) αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- βγαίνω στην επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- βγαίνω στην κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- βγαίνω στην κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βγαίνω στην παρανομία, βλ. λ. παρανομία·
- βγαίνω στην πέρα μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- βγαίνω στην πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- βγαίνω στην τρυφερίτσα, βλ. λ. τρυφερίτσα·
- βγαίνω στο βουνό, βλ. λ. βουνό·
- βγαίνω στο γκεζί, βλ. λ. γκεζί·
- βγαίνω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- βγαίνω στο επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
- βγαίνω στο θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- βγαίνω στο καλντερίμι, βλ. λ. καλντερίμι·
- βγαίνω στο κλαρί, βλ. λ. κλαρί·
- βγαίνω στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- βγαίνω (στο) κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- βγαίνω στο μαχαλά, βλ. λ. μαχαλάς·
- βγαίνω στο μεϊντάνι, βλ. λ. μεϊντάνι·
- βγαίνω στο μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- βγαίνω στο πάλκο, βλ. λ. πάλκο·
- βγαίνω στο παλκοσένικο, βλ. λ. παλκοσένικο·
- βγαίνω στο πανί, βλ. λ. πανί·
- βγαίνω στο πεζοδρόμιο (για γυναίκες) βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- βγαίνω στο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- βγαίνω στο σεργιάνι, βλ. λ. σεργιάνι·
- βγαίνω στο σφυρί, βλ. λ. σφυρί·
- βγαίνω στο φως, βλ. λ. φως·
- βγαίνω στον αέρα (για τηλεόραση, ραδιόφωνο) βλ. λ. αέρας·
- βγαίνω στον αφρό, βλ. λ. αφρός·
- βγαίνω στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- βγαίνω στους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω τάρκασι, βλ. λ. τάρκασι·
- βγαίνω τράτα, βλ. λ. τράτα·
- βγαίνω τσαπαρί, βλ. λ. τσαπαρί·
- βγαίνω τσάρκα, βλ. λ. τσάρκα·
- βγαίνω φωτογραφία, βλ. λ. φωτογραφία·
- βγαίνω χαμένος, βλ. λ. χαμένος·
- βγαίνω ψεύτης, βλ. λ. ψεύτης·
- βγήκα από πλούσια αρχίδια ή βγήκαμε από πλούσια αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- βγήκα από φτωχά αρχίδια ή βγήκαμε από φτωχά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- βγήκα κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- βγήκαν μαχαίρια ή βγήκαν τα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
- βγήκαν σαν σαλιγκάρια ή βγήκαν σαν τα σαλιγκάρια, βλ. λ. σαλιγκάρι·
- βγήκαν τα γένια μου, βλ. λ. γένι·
- βγήκαν τα λόγια μου, βλ. λ. λόγος·
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βγήκαν τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- βγήκε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- βγήκε αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- βγήκε απ’ τα λογικά του, βλ. λ. λογικό·
- βγήκε απ’ τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- βγήκε απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- βγήκε αστέρι, βλ. λ. αστέρι·
- βγήκε η φήμη, βλ. λ. φήμη·
- βγήκε η ψείρα στο γιακά, βλ. λ. ψείρα·
- βγήκε η ψυχή του, βλ. λ. ψυχή·
- βγήκε με τα τσαρούχια, βλ. λ. τσαρούχι·
- βγήκε μπιέλα, βλ. λ. μπιέλα·
- βγήκε ο καφές, βλ. λ. καφές·
- βγήκε ο ώμος μου, βλ. λ. ώμος·
- βγήκε παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- βγήκε σε κακό, βλ. λ. κακός·
- βγήκε σε καλό, βλ. λ. καλός·
- βγήκε σιδερωμένος, βλ. λ. σιδερωμένος·
- βγήκε σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- βγήκε στην επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- βγήκε στο σφυρί, βλ. λ. σφυρί·
- βγήκε στο φως, βλ. λ. φως·
- βγήκε τ’ όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- βγήκε τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- βγήκε το δικαστήριο, βλ. λ. δικαστήριο·
- βγήκε το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- βγήκε το τυχερό της ή της βγήκε το τυχερό, βλ. λ. τυχερός·
- βγήκε το φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- βγήκε το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- για να του βγει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δε βγαίνει απ’ την πόρτα του (της), βλ. λ. πόρτα·
- δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δε βγαίνει απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- δε βγαίνει ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δε βγαίνει νόημα, βλ. λ. νόημα·
- δε βγαίνει σε καλό (κάτι), βλ. λ. καλός·
- δε βγαίνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δε βγαίνω, α. δεν έχω όφελος, κέρδος από κάποια δουλειά ή επιχείρηση, περνώ οικονομικές δυσκολίες, δεν μπορώ να καλύψω τα έξοδα μου: «έπεσε μεγάλη αναδουλειά στην αγορά τον τελευταίο καιρό και δε βγαίνω». β. δε με συμφέρει: «δεν μπορώ να στο πουλήσω πιο φτηνά, γιατί δε βγαίνω». γ. μένω στο σπίτι: «γιατί δεν περνάς απ’ το μπαράκι; -Τον τελευταίο καιρό δε βγαίνω»·
- δε βγαίνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- δε θα (σου) βγει σε καλό, βλ. λ. καλός·
- (δε) μου βγαίνει (ενν. η πασιέντζα), α. (δε) φτάνει μέχρι το τέλος, (δεν) μπλοκάρεται: «είναι η τρίτη φορά που τη ρίχνω και δε μου βγαίνει». β. (δεν) επαληθεύεται, (δεν) πραγματοποιείται: «ποτέ δε μου βγαίνει κάποιο καλό όνειρο». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα φτωχά μου όνειρα ένα σωστό δε βγαίνει, όλα τα σκόρπισες εσύ φτώχεια κατηραμένη)· βλ. και φρ. (δε) μου βγήκε·
- δε μου βγαίνει (ενν. ο λόγος), αδυνατώ να μιλήσω: «θέλω να σας πω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, αλλά δε μου βγαίνει, γιατί φοβάμαι πως θα θεωρηθώ καρφί»·
- (δε) μου βγαίνει (κάτι), (δεν) εξελίσσεται κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες μου, αποτυχαίνω συστηματικά να φέρω σε πέρας αυτό που επιδιώκω: «τόσον καιρό προσπαθώ να τελειώσω αυτή τη δουλειά και δε μου βγαίνει». Συνών. (δε) με θέλει (κάτι)·
- δε μου βγαίνει κανένας, βλ. λ. κανένας·
- (δε) μου βγήκε, (δεν) εξελίχθηκε κάτι σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου ή τις προσδοκίες μου: «υπολόγιζα πολύ σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά δε μου βγήκε κι έχω προβλήματα». Από την εικόνα του ατόμου που δεν μπόρεσε να βγάλει την πασιέντζα του·
- δε μου βγήκε η πασιέντζα, βλ. λ. πασιέντζα·
- δε μου τη βγαίνει κανένας, βλ. λ. κανένας·
- δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία, βλ. λ. μούτρο·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; βλ. λ. κώλος·
- είναι σαν να βγήκε από φιγουρίνι, βλ. λ. φιγουρίνι·
- έτσι μου βγαίνει, βλ. λ. έτσι·
- θα μου ’βγαινε η ψυχή ή θα μου ’βγαινε η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. ψυχή·
- θα μου βγει απ’ τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- και βγαίνοντας κλείσε και την πόρτα ή και βγαίνοντας κλείσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάτι βγαίνει, υπάρχει κάποιο μικρό όφελος, κάποιο μικρό κέρδος: «απ’ την καινούρια δουλειά μου κάτι βγαίνει»·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κι όπου βγει, βλ. λ. όπου·
- κλάσαν οι άντρες και βγήκες εσύ, βλ. λ. άντρας·
- κλάσαν οι μάγκες και βγήκες εσύ, βλ. λ. μάγκας·
- κοίτα που στο τέλος θα βγούμε συγγενείς! βλ. λ. συγγενής·
- κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, βλ. λ. κρέας·
- μ’ έβγαλε απ’ την καρδιά του, βλ. λ. καρδιά·
- με το καλό να μας μπει και με το καλό να μας βγει, βλ. λ. καλός· 
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, βλ. λ. μέρα·
- μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, βλ. λ. μήνας·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μόλις βγήκε απ’ το φούρνο, βλ. λ. φούρνος·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει δίχως φλας ή μου τη βγαίνει δίχως φλας, βλ. λ. φλας·
- μου βγαίνει η Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, βλ. λ. Παναγία·
- μου βγαίνει η πίστη, βλ. λ. πίστη·
- μου βγαίνει η πίστη ανάποδα, βλ. λ. πίστη·
- μου βγαίνει η ρετσινιά, βλ. λ. ρετσινιά·
- μου βγαίνει η ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα, βλ. λ. ψυχή·
- μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου βγαίνει ο αδόξαστος, βλ. λ. αδόξαστος·
- μου βγαίνει ο αντίθεος, βλ. λ. αντίθεος·
- μου βγαίνει ο αντίχριστος, βλ. λ. αντίχριστος·
- μου βγαίνει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, βλ. λ. Θεός·
- μου βγαίνει ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- μου βγαίνει ο πάτος, βλ. λ. πάτος·
- μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- μου βγαίνει ο Χριστός, βλ. λ. Χριστός·
- μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα, βλ. λ. Χριστός·
- μου βγαίνει το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- μου βγήκαν θηλιές ή μου βγήκε θηλιά, βλ. λ. θηλιά·
- μου βγήκαν πόντοι ή μου βγήκε πόντος, βλ. λ. πόντος·
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. λ. μάτι·
- μου βγήκαν τα σαγόνια ή μου βγήκε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- μου βγήκε (κάποιος ή κάτι), αποδείχτηκε: «ο καινούριος υπάλληλος που πήρα μου βγήκε ατσίδας || αγόρασα την τάδε τηλεόραση και μου βγήκε μάπα»·
- μου βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, βλ. λ. ανάποδος·
- μου βγήκε απ’ τ’ αριστερά ή μου τη βγήκε απ’ τ’ αριστερά, βλ. λ. αριστερός·
- μου βγήκε απ’ τη γωνία ή μου τη βγήκε απ’ τη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- μου βγήκε απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου βγήκε απ’ το κόρνερ ή μου τη βγήκε απ’ το κόρνερ, βλ. λ. κόρνερ·
- μου βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε στο άσχημο, βλ. λ. άσχημος·
- μου βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε άτσαλα ή μου τη βγήκε στο άτσαλο, βλ. λ. άτσαλος·
- μου βγήκε έν’ αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι· 
- μου βγήκε έξαλλα ή μου τη βγήκε έξαλλα ή μου τη βγήκε στο έξαλλο, βλ. λ. έξαλλος·
- μου βγήκε η γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η γλώσσα ανάποδα, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η γλώσσα μία πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η γλώσσα μια πιθαμή, βλ. λ. γλώσσα·
- μου βγήκε η μέση, βλ. λ. μέση·
- μου βγήκε η πασιέντζα, βλ. λ. πασιέντζα·
- μου βγήκε με κόκκινο ή μου τη βγήκε με κόκκινο, βλ. λ. κόκκινος·
- μου βγήκε ξινό ή μου βγήκε σε ξινό, βλ. λ. ξινός·
- μου βγήκε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. αηδόνι·
- μου βγήκε ο λαιμός, βλ. λ. λαιμός·
- μου βγήκε σε κακό, βλ. λ. κακός·
- μου βγήκε σε καλό, βλ. λ. καλός·
- μου βγήκε στο έτσι ή μου τη βγήκε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου βγήκε τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- μου βγήκε το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- μου βγήκε φέσι, βλ. λ. φέσι·
- μου (τη) βγαίνει, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ενεργεί ή συμπεριφέρεται προκλητικά ή με απρέπεια εναντίον μου: «ένα του πεις να μη μου τη βγαίνει, γιατί αν αγριέψω θα τις φάει». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μου δείχνει απροκάλυπτα το ερωτικό του ενδιαφέρον: «ενώ στην αρχή καθόταν αδιάφορος, ξαφνικά μου χαμογέλασε κι άρχισε να μου τη βγαίνει. (Λαϊκό τραγούδι: πού να φανταστώ πως θα μου τη βγεις, πως θα σου τη δώσει και θα εκραγείς
- μου το ’βγαλε ξινό ή μου το ’βγαλε σε ξινό, βλ. λ. ξινός·
- ο ήλιος βγαίνει για όλον τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
- όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, βλ. λ. κερδισμένος·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. λουκουμάς·
- όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, βλ. λ. χέζω·
- όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, δε βγαίνει ψάρι στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- όταν μπει η φτώχεια απ’ την πόρτα, βγαίνει ο έρωτας απ’ το παράθυρο, βλ. λ.φτώχεια·
- ό,τι βγει ας βγει, βλ. λ. ό,τι·
- παίρνω αμπάριζα και βγαίνω, βλ. λ. αμπάριζα·
- παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, βλ. λ. παρηγοριά·
- πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, βλ. λ. μαλλί·
- πόσο (σου) βγήκε το κουστούμι; βλ. λ. κουστούμι·
- πού θα βγει; έκφραση απορίας ή ανησυχίας για κάποια κακή κατάσταση που συνεχίζεται και έχει την έννοια ποια θα είναι η εξέλιξη, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, ποια θα είναι η κατάληξη(;): «πού θα βγει μ’ αυτές τις παλιοπαρέες, που άρχισες να γυρνάς τον τελευταίο καιρό; || φτωχός εσύ κι αδημιούργητος, φτωχή κι αυτή χωρίς δουλειά, πού θα βγει, αν παντρευτείτε;». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το συχνοπέρασμα μπελάδες θα σου φέρει και πού θα βγει το μπλέξιμο κανένας δεν το ξέρει). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για να δούμε. Συνών. πού θα πάει(;)·
- πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι του, βλ. λ. ψυχή·
- σε καλό να μου βγει! βλ. λ. καλός·
- σε καλό να μας βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγουν τα γέλια ή σε καλό να μου βγει το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- σε πήρα για τριαντάφυλλο, μα βγήκες γαϊδουράγκαθο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- τα γέλια θα σου βγουν ξινά ή το γέλιο θα σε βγει ξινό, βλ. λ. γέλιο·
- τα γέλια θα σου βγουν σε κακό ή το γέλιο θα σου βγει σε κακό, βλ. λ. γέλιο·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- τι βγαίνει; ποιο είναι το αποτέλεσμα, τι προκύπτει(;): «πες μου, σε παρακαλώ, τι βγαίνει τώρα απ’ όλα αυτά που μου λες;»· ποιο είναι το κέρδος, ποιο είναι το όφελος(;): «τι βγαίνει απ’ αυτή τη δουλειά; || τι βγαίνει που είστε μαλωμένοι»·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο, βλ. λ. ξύλο·
- το χαράμι βγαίνει σαλάμι, βλ. λ. χαράμι·
- του βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω στο ανάποδο, βλ. λ. ανάποδος·
- του βγαίνω απ’ τη γωνία ή του τη βγαίνω απ’ τη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- του βγαίνω απ’ το κόρνερ ή του τη βγαίνω απ’ το κόρνερ, βλ. λ. κόρνερ·
- του βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω στο άσχημο, βλ. λ. άσχημος·
- του βγαίνω άτσαλα ή του τη βγαίνω άτσαλα ή του τη βγαίνω στο άτσαλο, βλ. λ. άτσαλος·
- του βγαίνω έξαλλα ή του τη βγαίνω έξαλλα ή του τη βγαίνω στο έξαλλο, βλ. λ. έξαλλος·
- του βγαίνω με κόκκινο ή του τη βγαίνω με κόκκινο, βλ. λ. κόκκινος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του βγήκα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- του βγήκα μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- του τη βγαίνω, τον προκαλώ με λόγια ή χειρονομίες: «δεν το φοβάμαι καθόλου, γι’ αυτό του τη βγαίνω κάθε τόσο»·
- τους βλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τους μαλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- φτου και βγαίνω! βλ. λ. φτου(!)·
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, βλ. λ. καπνός1.