βάτραχος κ. βάτραχας, ο, θηλ. βατραχίνα, η, ουσ. [<αρχ. βάτραχος], ο βάτραχος· (κοροϊδευτικά) άντρας με εξογκωμένους τους βολβούς των ματιών του: «για δες εκείνον το βάτραχο πώς σε κοιτάζει!». Συνών. σάλιαγκας·
- εκάκιωσεν ο βάτραχος κι η λίμνη δεν το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που, όταν θυμώνει ένας ασήμαντος, ένας ανάξιος λόγου άνθρωπος, δεν αντιλαμβάνεται κανείς τίποτα: «αν θύμωσε ή δε θύμωσε ο νυχτοφύλακας, δεν πήρε κανείς χαμπάρι και, όπως λέγαν κι οι παλιοί, εκάκιωσεν ο βάτραχος κι η λίμνη δεν το ξέρει»·
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι, βλ. λ. τζίτζικας·
- ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει, πρέπει να βοηθάμε κάποιον εγκαίρως, την ώρα που το χρειάζεται: «αν σου ζητήσω ποτέ τη βοήθειά σου, θα θέλω να με βοηθήσεις μόλις στο ζητήσω, γιατί πρέπει να θυμάσαι, πως, ωσότου το νερό φτάσει στη δεξαμενή, ο βάτραχος ψοφάει»·