βαρίδι κ. βαρίδιο, το, ουσ. [<μσν. βαρίδιον <βάρος], το βαρίδιο· στον πλ. τα βαρίδια, τα αρχίδια: «είναι άντρας με βαρίδια», δηλ. είναι πολύ άντρας. Για συνών. βλ. λ. αρχίδι·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. φρ. είναι βαρίδι στα πόδια μου·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), είναι ανασταλτικός παράγοντας, αποτελεί τροχοπέδη κάποιος ή κάτι για την εξέλιξή μου: «αυτός ο άνθρωπος είναι βαρίδι στα πόδια μου, γιατί μποϋκοτάρει κάθε ενέργειά μου || αυτή η αντίληψη του παλαιοκομματισμού, που έχει η αντιπολίτευση, δε θα επιτρέψουμε να είναι βαρίδι στα πόδια της κυβέρνησης»·  
- έχει βαρίδια στα πόδια του, α. κινείται ή ενεργεί πολύ αργά: «αυτός θα κάνει μια μέρα για να ’ρθει, γιατί έχει βαρίδια στα πόδια του || αποκλείεται να τελειώσει μέσα στις προθεσμίες τη δουλειά, γιατί έδει βαρίδια στα πόδια του». β. (για ποδοσφαιριστές) είναι πολύ αργός, δεν αποδίδει καλό ποδόσφαιρο ή σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «στα τελευταία παιχνίδια ο τάδε έχει βαρίδια στα πόδια του».