βαράω
κ. βαρώ,
ρ. [<μτγν. βαρῶ, με σημασιολογική επίδραση του ουσ. η βαριά (= σφυρί)],
βαρώ. 1. δέρνω, χτυπώ: «ποιος σε βάρεσε;». (Λαϊκό τραγούδι: τα κλοπς βαρούσαν
δώδεκα και μεις μαστουρωμένοι τρεις κάμες ξεβρακώσαμε και βγήκαμε χαμένοι).
2. τραυματίζω, τραυματίζομαι: «τον βάρεσα με μια πέτρα || βάρεσα, καθώς
έσκαβα». (Λαϊκό τραγούδι: την βάρεσα μες στην καρδιά, μαύρη να ’ταν η
ώρα, και τώρα κλαίω μάνα μου εδώ σε ξένη χώρα). 3. επιτίθεμαι, κάνω
έφοδο, προσβάλλω: «χτες βράδυ η αστυνομία βάρεσε όλες τις παράνομες
χαρτοπαιχτικές λέσχες». (Λαϊκό τραγούδι: ρε ν’ αποπίσω στη στρατώνα βαρέσαν
μάγκα την υπόγα). 4.ηχώ, σημαίνω: «ο παπάς βάρεσε την
καμπάνα || ο σαλπιγκτής βάρεσε τη σάλπιγγα». (Λαϊκό τραγούδι: βάρα λοστρόμε
την μπορού κι εσύ μηχανικέ ντουγρού φουλαριστά οι μηχανές πάλι να τρέχουν).
5. παίζω μουσικό όργανο: «τα όργανα βαρούσαν μέχρι το πρωί». (Δημοτικό
τραγούδι: εκεί ψηλά στον άι Λια βαρούν νταούλια και βιολιά, όλοι
πίνουν και χορεύουν την αγάπη μου παντρεύουν). 6. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) παίρνω ναρκωτικό με ενδοφλέβια ένεση: «τον είδα μέσ’ στην αποθήκη
που βαρούσε μαζί μ’ ένα φίλο του». 7. (για τάβλι) βλ. λ. χτυπώ. 8α. γ΄
εν. βαράει, (για πρόσωπα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι
άγριο, σκληρό, δεν είναι καθόλου ανεκτικό. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το
συμβουλευτικό ή προειδοποιητικό πρόσεχε γιατί ή πρόσεχέ τον γιατί. β.
(για ποτά) είναι πολύ δυνατό. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το συμβουλευτικό λίγο
λίγο γιατί ή αργά αργά γιατί ή σιγά σιγά γιατί ή πρόσεχε
γιατί· βλ. και λ. χτυπώ. (Ακολουθούν 93 φρ.)·
-
αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
-
βαράει ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- βαράει
ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- βαράει
στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. λ. κεφάλι·
- βαράει
τη γροθιά του στο μαχαίρι, βλ. λ. γροθιά·
- βαράει
του ήλιου πετριές, βλ. λ. ήλιος·
- βαράτε
βιολιτζήδες, βλ. λ. βιολιτζήδες·
- βαράτε
με κι ας κλαίω, λέγεται για άτομο που, ενώ προσποιείται πως δε θέλει κάτι,
εν τούτοις το θέλει πάρα πολύ, ιδίως μάλιστα, όταν πρόκειται για γυναίκα: «όλο
όχι κι όχι μου λες, αλλά μόλις τη δεις βαράτε με κι ας κλαίω». Ο πλ. και όταν
απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- βαράω
αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- βαράω
διάλυση, βλ. λ. διάλυση·
- βαράω
διάνα, βλ. λ. διάνα·
- βαράω
εγερτήριο, βλ. λ. εγερτήριο·
- βαράω
καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- βαράω
κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
- βαράω
κανονιά, βλ. λ. κανονιά·
- βαράω
κασμά, βλ. λ. κασμάς·
- βαράω
κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- βαράω
μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- βαράω
μια μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- βαράω
μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
- βαράω
μύγες, βλ. λ. μύγα·
- βαράω
οπισθοχώρηση, βλ. λ. οπισθοχώρηση·
- βαράω
παλαμάκια, βλ. λ. παλαμάκια·
- βαράω
προσκλητήριο, βλ. λ. προσκλητήριο·
- βαράω
προσοχή, βλ. λ. προσοχή·
- βαράω
σάλπιγγα ή βαράω τη σάλπιγγα, βλ. λ. σάλπιγγα·
- βαράω
στα γεμάτα, βλ. λ. γεμάτος·
- βαράω
στα γερά, βλ. λ. γερός·
- βαράω
στο γάμο του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
- βαράω
στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- βαράω
στο σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- βαράω
στο σωρό, βλ. λ. σωρός·
- βαράω
στο ψαχνό, βλ. λ. ψαχνό·
- βαράω
στου Κουτρούλη το γάμο, βλ. λ. Κουτρούλης·
- βαράω
συναγερμό, βλ. λ. συναγερμός·
- βαράω
την ίδια βιόλα, βλ. λ. βιόλα1·
- βαράω
το βιολί μου, βλ. λ. βιολί·
- βαράω
το ίδιο βιολί, βλ. λ. βιολί·
- βαράω
το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βαράω
το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
-
βαράω το πετσάκι μου, βλ. λ. πετσάκι·
- βαράω
το πουλάκι μου, βλ. λ. πουλάκι·
- βαράω
το πουλί μου, βλ. λ. πουλί·
- βαράω
φαλιμέντο, βλ. λ. φαλιμέντο·
- βάρεσε
μπιέλα, βλ. λ. μπιέλα·
- βάρεσε
πιράκια, βλ. λ. πιράκι·
- βαρούν
τα όργανα, βλ. λ. όργανο·
- βγάλε
τη σκούφια σου και βάρα τον, βλ. λ. σκούφια·
- δεν
ξέρω τι βιολί βαράει, βλ. λ. βιολί·
- εγώ
τι βιολί βαράω! βλ. λ. βιολί·
- εγώ
τι βιολί βαράω; βλ. λ. βιολί·
- είναι
(για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
- η
αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η
κοιλιά μου βαράει Καραϊσκάκη, βλ. λ. κοιλιά·
- η
κοιλιά μου βαράει ταμπουρά, βλ. λ. κοιλιά·
- η
μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- κανόνια
να βαράνε δεν ξυπνάει, βλ. λ. ξυπνώ·
- κι
εμείς τι βιολί βαράμε! βλ. λ. βιολί·
- με
βάρεσε, με κυριάρχησε έντονο συναίσθημα, έντονη επιθυμία: «με βάρεσε το
βέλος του έρωτα || με βάρεσε η φλογερή ματιά της». (Λαϊκό τραγούδι: νταλκάς
βαρύς με βάρεσε, ένα κορίτσι μ’ άρεσε)·
- με
βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, βλ. λ. ήλιος·
- με
βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- μη
βαράς! ή μη μας βαράς! ή τι βαράς! καθησυχαστική έκφραση σε
εκνευρισμένο άτομο, ιδίως της παρέας μας, και έχει την έννοια μη συμπεριφέρεσαι
με τόση αυστηρότητα, με τόση αγριότητα, με τόση σκληρότητα, μη φωνάζεις,
ηρέμησε. (Λαϊκό τραγούδι: κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί κι εσύ το
ξέρεις, πως η δουλειά μας είναι αυτή και ρέφα μη γυρεύεις). Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το καλά ντε ή το εντάξει μωρέ και αρκετές φορές η φρ.
κλείνει με το κιόλας.Στην περίπτωση που η αυστηρότητα, η
αγριότητα ή η σκληρότητα του ατόμου είναι πολύ έντονη, η φρ. κλείνει με ένα
κλαψιάρικο ρε, ενώ σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις το τελικό σίγμα του
ρήματος ή μόλις ακούγεται ή δεν ακούγεται καθόλου: καλά ντε, μη βαρά(ς)! ή
μη βαρά(ς) ρε! ή τι βαρά(ς) ρε! Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο στον εαυτό του·
- μου
(τη) βαράει στα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- μου
τη βάρεσε, α. ξαφνικά ένιωσα κάποια επιθυμία και έσπευσα να την
πραγματοποιήσω: «κι ενώ οι άλλοι έπαιζαν χαρτιά, μου τη βάρεσε ν’ ακούσω καμιά
πενιά κι έφυγα βολίδα για τα μπουζούκια». β. μου προξένησε κάποιος
δυσφορία, αντιπάθεια, με εκνεύρισε: «αυτός ο άνθρωπος μου τη βάρεσε απ’ την
πρώτη στιγμή που τον είδα». γ. ξαφνικά με έπιασε μεγάλος θυμός, μεγάλη
μανία, τρέλα: «άκουγα μια ώρα τις βλακείες που έλεγε, οπότε μου τη βάρεσε
κάποια στιγμή και τον άρχισα στις μπάτσες»·
- μου
τη βάρεσε κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- μου τη βάρεσε κατάκορφα, βλ. λ. κατάκορφα·
- μου
τη βάρεσε κατακούτελα, βλ. λ. κατακούτελα·
- μου
τη βάρεσε στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- μου
τη βάρεσε στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μου
τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- όποιος
κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. λ. λαγός·
- όπως
βαράει ο ταμπουράς, βλ. λ. ταμπουράς·
- όπως
του βαρούν, χορεύει, είναι αναγκασμένος για κάποιο λόγο να ενεργεί σύμφωνα
με αυτό που του προστάζουν οι άλλοι, χωρίς να έχει περιθώρια αντίδρασης ή
έκφρασης διαφορετικής γνώμης: «έχει πολλή ανάγκη αυτή τη δουλειά, γι’ αυτό,
όπως του βαρούν, χορεύει»· βλ. και φρ. όπως του κανοναρχείς, ψέλνει, λ.
κανοναρχώ·
- τα
βαράει, (στη γλώσσα της αργκό) έχει πολλά χρήματα: «ξεκίνησε φτωχός από ένα
χωριό και τώρα τα βαράει»·
- τα
βαράω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τα
κουδούνια ο τρελός μοναχός του τα βαράει, βλ. λ. κουδούνι·
- τη
βαράω, κάνω κάτι χωρίς διακοπή, ιδίως διαδρομή: «έκανα μια στάση στη Λαμία
κι από κει τη βάρεσα κατευθείαν Θεσσαλονίκη»·
- τι
βιολί βαράει; βλ. λ. βιολί·
- τι
να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- το
βαράει (ενν. το μουνί της), (στη γλώσσα της αργκό) ενδίδει με ευκολία στους
άντρες, δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι λένε, το
βαράει από μικρή»·
- το
βαράω, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα) μοιχεύω: «δεν υπάρχει
σήμερα παντρεμένο ζευγάρι που να μην το βαράει»·
- τον
(τη, το) βαράω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το
καυλί), αυνανίζομαι: «όταν έχει καιρό να πάει με γυναίκα, κάθεται και τον
βαράει»·
- τον
βαράω κατακέφαλα, βλ. λ. κατακέφαλα·
- τον
βαράω στο δόξα πατρί, βλ. λ. δόξα πατρί·
- τον
βαράω στο σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- τον
βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ.ζέστα·
- τον
βάρεσε (η) τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- τον
βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον
βάρεσε οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
- τον
βάρεσε οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα·
- τον
βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον
βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τώρα
βαράτε βιολιτζήδες, βλ. λ. βιολιτζήδες.