βαπόρι, το, ουσ. [<ιταλ. vapore], το πλοίο, ιδίως αυτό που είναι κατασκευασμένο από σίδερο, από ατσάλι·
- γίνομαι βαπόρι, α. θυμώνω πάρα πολύ, εξάπτομαι, εξοργίζομαι: «κάθε φορά που τη σακουλεύεται πως πάνε να τον ρίξουν, γίνεται βαπόρι». β. μεθώ υπερβολικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το πολύ μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ που γίναμε βαπόρι». (Τραγούδι: μέσα στην κρεαταγορά τρεις μάγκες τσιλιαδόροι φουμάραν παλιοτσίγαρα, γινόντουσαν βαπόρι
- έχει βαπόρια, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι κάτοχος βαποριών, είναι εφοπλιστής: «μόλις έμαθαν πως ο πατέρας του έχει βαπόρια, όλες τρέχουν από πίσω του»· 
- με πιάνει το βαπόρι, βλ. συνηθέστ. με πιάνει το πλοίο, λ. πλοίο·
- τον κάνω βαπόρι, α. τον θυμώνω πάρα πολύ, τον εξάπτω, τον εξοργίζω: «τον τσιγκλούσα συνέχεια, που έχασε η ομάδα του, μέχρι που τον έκανα βαπόρι». Από την εικόνα του βαποριού, που δημιουργεί αναστάτωση, όταν αρχίζει να σφυρίζει η μπουρού του. β. τον μεθώ υπερβολικά, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το πολύ μεθύσι: «κάθε φορά που κάθεται να πιει μαζί μου, τον κάνω βαπόρι».