αψηλός, -ή, -ό, επίθ. [<α- προτακτ. + ψηλός], ο ψηλός. (Τραγούδι: κυπαρισσάκι αψηλό, το παλικάρι π’ αγαπώ). Επίρρ. αψηλά, ψηλά. (Λαϊκό τραγούδι: πάρε σου είπα τα φτερά μου για να πετάξεις αψηλά. Κι είπες μ’ αρέσει εδώ χάμω κάλλιο τα λίγα και καλά!)· βλ. και λ. ψηλός·
-τ’ αψηλά ρετιρέ, βλ. λ. ρετιρέ·
-το παίρνω ψηλά, βλ. φρ. παίρνω ψηλά τον αμανέ, λ. αμανές. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα το πήρες αψηλά και σήκωσες τη μύτη· φαντάστηκες πως ήσουνα η ωραία Αφροδίτη).