αγκαλιά, η, ουσ. [<αρχ. ἀγκάλη + κατάλ. -ιά], η αγκαλιά. 1. ποσότητα οποιουδήποτε πράγματος, που χωράει μέσα σε μια αγκαλιά, το περιεχόμενο μιας αγκαλιάς: «βγήκε απ’ το βιβλιοπωλείο με μια αγκαλιά βιβλία || επέστρεψε απ’ την εκδρομή της με μια αγκαλιά λουλούδια». 2α. ως επίρρ., στην αγκαλιά, αγκαλιαστά: «η μητέρα πήρε το μωρό αγκαλιά || κοιμούνται αγκαλιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου τηλεφωνήσαν και μου είπανε, αγκαλιά με άλλον πως σε είδανε). β. σε μεγάλη ποσότητα: «κουβαλούσε στο σπίτι του αγκαλιά όλα τα καλά του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό σαν λάχαινε να δει δάκρυζε σαν μικρό παιδί κι ως είχε και παράδες, μοίραζε ψώνια αγκαλιά κάθε Χριστού και Πασχαλιά στους φτωχομαχαλάδες). 3. στον πλ. οι αγκαλιές, οι εναγκαλισμοί: «είχαν πολλά χρόνια να συναντηθούν, γι’ αυτό, μόλις συναντήθηκαν, άρχισαν τις θερμές χειραψίες κι ύστερα τις αγκαλιές». 4. οι ερωτικές περιπτύξεις: «μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισαν τις αγκαλιές». (Τραγούδι: αγκαλιές και φιλιά πάντα βράδυ και πρωί, εγώ κι εσύ). Υποκορ. αγκαλίτσα, η (βλ. λ.)·
- ανοίγω την αγκαλιά μου, υποδέχομαι θερμά κάποιον: «είπαμε πως θα τον φιλοξενήσω, όχι όμως και ν’ ανοίξω την αγκαλιά μου!»·
- βρίσκεται στην αγκαλιά του Μορφέα, κοιμάται: «μην κάνετε θόρυβο, γιατί το μωρό βρίσκεται στην αγκαλιά του Μορφέα». Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Μορφέας ήταν γιος του Ύπνου και η ονομασία του οφείλεται στο ότι εμφανιζόταν στα όνειρα με διάφορες μορφές·
- έχει δυο αγκαλιές, έχει ταυτόχρονα δυο ερωτικούς συντρόφους: «αυτός που βλέπεις, έχει δυο αγκαλιές και πότε τη βρίσκει με τη μία, πότε με την άλλη || μόλις έμαθε πως η γκόμενά του έχει δυο αγκαλιές, της έδωσε πόδι». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με μάσκα εσύ μιλούσες κι ήθελες να ’χεις δυο αγκαλιές, μα πού το βρήκες αυτό γραμμένο εσύ να παίζεις με δυο καρδιές). Συνών. παίζει με δυο καρδιές·
- ό,τι ποθείτε, στην αγκαλιά σας να το βρείτε, ευχή που δίνεται από κάποιον, συνήθως στους συμπότες του, τη στιγμή που τσουγκρίζει το ποτήρι του μαζί τους. Το υπονοούμενο είναι η γυναίκα. Ο πλ. και όταν συμπίνουμε με ένα μόνο άτομο·
- παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα, αποκοιμήθηκε: «ήταν τόσο κουρασμένος, που, μόλις κάθισε στην πολυθρόνα, παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα»·
- πέφτω στην αγκαλιά του, α. αφήνομαι μέσα στην αγκαλιά του, ρίχνομαι στην αγκαλιά του: «μόλις πλησίασα στη μητέρα μου, έπεσα στην αγκαλιά της». β. (και για τα δυο φύλα) ενδίδω στις ερωτικές προτάσεις του άλλου φύλου: «πίστεψε στις υποσχέσεις που της έδωσε κι έπεσε στην αγκαλιά του». (Τραγούδι: μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, γιατί πάνω σου με τραβάει κατιτί, μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις και στην αγκαλιά μου θα πέσεις
- πνίγηκε στην αγκαλιά του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος χώθηκε ολόκληρο μέσα στην αγκαλιά κάποιου: «μόλις αυτή τον είδε από μακριά, έτρεξε κοντά του και πνίγηκε στην αγκαλιά του»·
- πνίγηκε στις αγκαλιές τους, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος χωνόταν διαδοχικά από την αγκαλιά του ενός στην αγκαλιά του άλλου: «στο αεροδρόμιο τον περίμενε όλη η οικογένειά του, και, όταν τ’ αεροπλάνο προσγειώθηκε, έτρεξε όλος χαρά κοντά τους και πνίγηκε στις αγκαλιές τους».