άχτι, το, ουσ. [<τουρκ. ahd (= υποχρέωση)], μεγάλος πόθος για εκδίκηση, έντονη επιθυμία για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού·
- βγάζω το άχτι μου, ικανοποιώ το μίσος μου για εκδίκηση, εκδικούμαι: «όταν του κάνει κάποιος κακό, βγάζει το άχτι του σ’ όποιον να ’ναι». (Λαϊκό τραγούδι: κάπου θα σμίξουμε να καθαρίσουμε, κι αν έχεις τώρα φίλο άλλο, κάπου το άχτι μου θα βγάλω)· κάνω έντονα κάτι που το ήθελα από καιρό αλλά το είχα στερηθεί για διάφορους λόγους: «τώρα που απόκτησα λεφτά, θα βγάλω το άχτι μου στα ταξίδια»·
- για να βγάλω το άχτι μου, για να ικανοποιήσω το μίσος μου, για να εκδικηθώ κάποιον ή για να πραγματοποιήσω κάτι που επιθυμώ πάρα πολύ: «με ταλαιπώρησε τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος, που θα τον σύρω στα δικαστήρια, για να βγάλω το άχτι μου || όσα λεφτά και να κάνει αυτό τ’ αυτοκίνητο, θα τ’ αγοράσω για να βγάλω το άχτι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι ή το μόνο και μόνο ή το έτσι μόνο και μόνο·
- για να κάνω το άχτι μου, βλ. συνηθέστ. για να βγάλω το άχτι μου·
- για το άχτι μου, βλ. φρ. για να βγάλω το άχτι μου·
- θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου, θα πληρώσεις εσύ την επιθυμία που έχω να εκδικηθώ κάποιον, θα εκτονώσω επάνω σου το μίσος που νιώθω για κάποιον: «άλλος μου ’κανε το κακό, αλλά, αν δε μ’ αφήσεις ήσυχο, θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου»·
- το βάζω άχτι, βλ. φρ. το ’χω άχτι. (Λαϊκό τραγούδι: μα των Ελλήνων οι καρδιές το βάλαν όλες άχτι να ξανανθίσουν τα νησιά μέσ’ απ’ τη μαύρη στάχτη
- τον βάζω άχτι, βλ. φρ. τον έχω άχτι·
- το ’χω άχτι, έχω έντονη επιθυμία να πραγματοποιήσω κάτι: «το ’χω άχτι να πάρω κι εγώ ένα αυτοκίνητο της προκοπής»·
- τον έχω άχτι, τον μισώ πάρα πολύ και ψάχνω να βρω την ευκαιρία να τον εκδικηθώ: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κάρφωσε, τον έχω μεγάλο άχτι». (Λαϊκό τραγούδι: όλα στη ζωή μου έχουν γίνει στάχτη, όλοι με πληγώνουν λες και μ’ έχουν άχτι).