ψιλά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. ψιλός], νομίσματα μικρής αξίας σε αντιδιαστολή προς τα χοντρά (βλ. λ.), τα κέρματα και γενικά μικρό χρηματικό ποσό: «δεν έχω ψιλά να βγάλω εισιτήριο στο λεωφορείο || μπορώ να τσοντάρω κι εγώ, γιατί έχω κάτι ψιλά στην τσέπη μου». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το ’να μήλο τ’ άλλο ρόιδο, άιντε, του τη σκάσαν σαν κορόιδο και του πήραν τα ψιλά του, άιντε, και τον στείλαν στη δουλειά του // τα βράδια θα γυρίζουμε και πάντα θα γλεντάμε, μια και ψιλά μας βρίσκονται, φίνα θα την περνάμε
- κάν’ τα ψιλά ή κάν’ το ψιλά, βλ. συνηθέστ. κάν’ τα λιανά, λ. λιανά·
- κάνω ψιλά, ζητώ να μου ανταλλάξουν ή ανταλλάσσω νόμισμα μεγάλης αξίας με άλλα νομίσματα μικρότερης αλλά ίσης συνολικής αξίας: «πρέπει να κάνω ψιλά, γιατί δεν έχω να βγάλω εισιτήριο στο λεωφορείο || του ’κανα ψιλά, για να βγάλει εισιτήριο στο λεωφορείο»·
- τα κάνω ψιλά ή το κάνω ψιλά, βλ. συνηθέστ. τα κάνω λιανά, λ. λιανά.