ψηφιδωτό, το, ουσ. [<ουδ. του επιθ. ψηφιδωτός], το ψηφιδωτό·
- του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) ψηφιδωτό, τον έδειρα άγρια, χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «θύμωσε τόσο πολύ, μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, που τον άρπαξε στα χέρια του και του ’κανε τα μούτρα ψηφιδωτό». Από το ότι, το πρόσωπο που δέχεται χτυπήματα, παίρνει διάφορα χρώματα από τις μελανιές, που προκαλούνται, καθώς και από το αίμα που τρέχει, και παρομοιάζεται με το ψηφιδωτό, με τις έγχρωμες ψηφίδες του.