ψημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. ψήνω], ψημένος. 1. που είναι πεπεισμένος για κάτι και ως εκ τούτου έτοιμος να ενεργήσει: «είναι ψημένος ο διευθυντής της τράπεζας και θα σου δώσει το δάνειο για την επένδυση που θέλεις να κάνεις». 2. που είναι δασκαλεμένος: «τον έχω ψημένο για τη δίκη και θα πει ό,τι μας συμφέρει». 3. που είναι δοκιμασμένος στις δυσκολίες, που είναι έμπειρος στη ζωή: «πέρασε πολλά βάσανα κι είναι ψημένος στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: τους ψημένους μάγκες ρώτησε, όπου μ’ έχουνε τρομάξει, να σου πουν οι κουτσαβάκηδες ποια είν’ η δική μου φτιάξη
- δεν τρώγεται ούτε ωμός ούτε ψημένος, βλ. λ. ωμός·
- είμαι ψημένος, (για παίχτες ταβλιού) έχω σωστά τοποθετημένα τα πούλια μου στην περιοχή εκείνη από τα οποία τα μαζεύω: «επειδή είμαι ψημένος, ό,τι ζαριά και να φέρνω, μπορώ να μαζεύω»·
- μου ’χει ψημένο το ψάρι στα χείλη, βλ. λ. ψάρι.