ψέμα, το, ουσ. [<μσν. ψέμα <μτγν. ψεῦμα <αρχ. ψεῦσμα], το ψέμα. 1. καθετί που μας απογοητεύει: «δυστυχώς η ζωή είναι ένα ψέμα». 2. ως επιφών. ψέμα! και συνήθως στον πλ. ψέματα! δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό ή αμφισβήτηση για κάτι που μας λένε: «ο γιος του τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Ψέματα! || ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ψέματα! Αυτός δεν είχε να φάει!». Υποκορ. ψεματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψεματάρα, η. (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- αθώο ψέμα, που είναι ακίνδυνο, ασήμαντο ή ανυστερόβουλο: «είπα ένα αθώο ψέμα, για να εκτονωθεί η κατάσταση»·
- από ψέμα άλλο τίποτα, λέγεται για άτομο που λέει συνέχεια ψέματα: «μην πιστεύεις τίποτα απ’ ό,τι σου λέει, γιατί από ψέμα άλλο τίποτα αυτός ο άνθρωπος»·
- είναι βουτηγμένος στο ψέμα, είναι πολύ μεγάλος ψεύτης: «δεν τον πιστεύει κανείς, γιατί είναι βουτηγμένος στο ψέμα». (Λαϊκό τραγούδι: και λόγια μαγεμένα, στο ψέμα βουτηγμένα μου ’λεγε. Με την πλανεύτρα την καρδιά της, τα κατεργάρικα φιλιά της, σαν το φαρμάκι νες στο στόμα μου ’ριχνε
- κακά τα ψέματα! α. έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση σε κάτι που θεωρούμε αναμφισβήτητο: «όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, κακά τα ψέματα! || κακά τα ψέματα, όλο το χρήμα της Ελλάδας είναι σήμερα συγκεντρωμένο στην Αθήνα!». β. έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση στην προσπάθειά μας να επανορθώσουμε κάποια ανακρίβεια που είπαμε ή κάποια πλάνη στην οποία υποπέσαμε: «κακά τα ψέματα, μπορεί να τον θεωρούσαμε όλοι μας ένοχο, αλλά αποδείχτηκε αθώος ο άνθρωπος!»·
- κάνει ψέματα, ενεργεί, συμπεριφέρεται ψεύτικα, προσποιείται: «κάθε τόσο κάνει ψέματα πως είναι άρρωστος για να μην πηγαίνει στη δουλειά του»·
- κολυμπάει στο ψέμα, βλ. φρ. είναι βουτηγμένος στο ψέμα·
- λέει ψέματα, ψεύδεται: «όχι, λέει ψέματα, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι»·
- λέει ψέματα με το τσουβάλι, λέει πολλά ψέματα, είναι μεγάλος ψεύτης: «ό,τι και να σου πει ο τάδε, μην πιστεύεις τίποτα, γιατί λέει ψέματα με το τσουβάλι»·
- λέω την αλήθεια ότι λέω ψέματα, ψεύδομαι ή λέω την αλήθεια; (σόφισμα), η απάντηση είναι: ψεύδομαι, γιατί η φράση λέω την αλήθεια ότι λέω ψέματα ισοδυναμεί με το παραδέχομαι ότι λέω ψέματα·
- μας γέμισε με ψέματα ή με γέμισε με ψέματα, μου είπε πάρα πολλά ψέματα: «ήρθε δήθεν να με πληροφορήσει για την υπόθεση που μ’ ενδιέφερε, και με γέμισε με ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: με βάζεις μέσ’ στα αίματα και με γεμίζεις ψέματα). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με τα ψέματα, α. με ασήμαντα μέσα, ιδίως οικονομικά: «με τα ψέματα μπόρεσε κι έστησε ολόκληρη επιχείρηση || δεν μπορείς να κάνεις με τα ψέματα επιχείρηση». β. χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να το καταλάβουμε: «πιάσαμε την κουβέντα, και με τα ψέματα πέρασε η ώρα». γ. χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, προσπάθεια ή γνώση: «πρέπει να κουραστείς πολύ για να προκόψεις στη ζωή σου, γιατί με τα ψέματα δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα»·
- μου φαίνεται σαν ψέμα ή μου φαίνεται σαν ψέματα ή σαν ψέμα μου φαίνεται ή σαν ψέματα μου φαίνεται, λέγεται για κάτι ανέλπιστο που μας συνέβη και που μας προκαλεί μεγάλη θλίψη, συγκίνηση  ή εντύπωση: «μου φαίνεται σαν ψέμα που μετά από τόσα χρόνια στην ξενιτιά ξαναβρίσκομαι στ’ αγαπημένο μου χωριουδάκι || μου φαίνεται σαν ψέματα που ένας τόσο τίμιος άνθρωπος καταχράστηκε τα λεφτά της επιχείρησης στην οποία ήταν ταμίας || σαν ψέμα μου φαίνεται που σε συναντώ πάλι μετά από τόσα χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσεις ποτέ να λησμονήσεις τις όμορφες στιγμές μαζί που ζήσαμε, όπου κι αν πας, σε μένα θα γυρίσεις, μου φαίνεται σαν ψέμα που χωρίσαμε
- ξέρω ψέματα, μπορώ και λέω ψέματα, είμαι ψεύτης: «τον έχουν μάθει πως ξέρει ψέματα, και δεν τον πιστεύει κανένας». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μέσ’ στον ντορβά να βάζεις
- όλα αλήθεια, όλα ψέματα, βλ. λ. αλήθεια·
- ό,τι και να πω είναι ψέμα, έκφραση με την οποία δεν είμαστε σε θέση να εκφέρουμε με σιγουριά, με βεβαιότητα τη γνώμη μας για κάποιον ή για κάτι: «πώς πάει ο τάδε με την υγεία του; -Ό,τι και να πω θα είναι ψέμα || πού έκλεισε σήμερα ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου; -Ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι στο νου μου σ’ έφερα κι ό,τι κι αν σου πω είναι ψέμα. Χώρια από σένα, βάσανο, στάζει η καρδιά μου αίμα
- πες το ψέμα! ή πες το ψέματα! έκφραση με την οποία θεωρούμε πολύ πιθανή ή σίγουρη μια υπόθεση, μια πρόβλεψη, που κάνει ο συνομιλητής μας: «αν ήμουν κι εγώ πλούσιος, θα μπορούσα να ’χα τις ωραιότερες γκόμενες. -Πες το ψέμα! || να δεις πως σ’ αυτή τη λοβιτούρα θα είναι μπλεγμένα και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. -Πες το ψέματα!»·
- πιάστηκε το ψέμα του, αποδείχτηκε η ψευτιά του: «μας τα ’λεγε όλα όμορφα κι ωραία, αλλά στο τέλος πιάστηκε το ψέμα του»·
- πρωταπριλιάτικο ψέμα, α. έθιμο, σύμφωνα με το οποίο κάθε χρόνο την πρώτη Απριλίου λέγονται διάφορα αθώα ψέματα για να ξεγελάσει ο ένας τον άλλον και να γελάσει με το πάθημά του: «η είδηση που είχε αναγραφεί σε ημερήσια εφημερίδα της πόλης μας πως ο Λευκός Πύργος είχε πάρει επικίνδυνη κλίση, ήταν ένα πρωταπριλιάτικο ψέμα που ξεγέλασε πολλούς». β. είδηση, πληροφορία που μας φαίνεται απίστευτη: «μου φάνηκε σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα, μόλις μου ανήγγειλε πως ήμουν ο μοναδικός τυχερός του τζόκερ»·
- σαν ψέμα μου φαίνεται ή σαν ψέματα μου φαίνεται, βλ. φρ. μου φαίνεται σαν ψέμα·
- στ’ αλήθεια ή στα ψέματα; (για παιχνίδια), ερωτηματική έκφραση στον αντίπαλο παίχτη αν το παιχνίδι που πρόκειται να παίξουμε, ιδίως χαρτιά ή τάβλι, θα έχει και κάποιο χρηματικό στοίχημα για το νικητή ή θα είναι μόνο για ψυχαγωγία·
- στα ψέματα, α. (για παιχνίδια) απάντηση στην ερώτηση στ’ αλήθεια ή στα ψέματα; που δηλώνει την πρόθεση του αντίπαλου παίχτη σε κάποιο παιχνίδι, ιδίως χαρτιά ή τάβλι, πως το παιχνίδι δε θα έχει και κάποιο χρηματικό στοίχημα για το νικητή και θα είναι αποκλειστικά και μόνο για ψυχαγωγία. β. όχι πραγματικά, όχι σοβαρά, αλλά προσποιητά: «όπως έτρεχε έπεσε στα ψέματα, για να δει αν θα τον βοηθούσε κανείς». Αντίθ. στ’ αλήθεια·
- στο γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, αν πεις ψέματα στο γιατρό σου, δε θα μπορέσει να σε γιατρέψει εύκολα, και αν πεις ψέματα στο δικηγόρο σου, δε θα μπορέσει να σε υπερασπιστεί με επιτυχία·
- σώθηκαν τα ψέματα, βλ. φρ. τέλειωσαν τα ψέματα·
- τέλειωσαν τα ψέματα, η κατάσταση είναι πια σοβαρή, έφτασε σε κρίσιμο σημείο, οπότε πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για υπεκφυγές ή αναβολές: «ο καιρός πέρασε κι εμείς δεν προχωρήσαμε καθόλου τη δουλειά, γι’ αυτό από δω και πέρα τέλειωσαν τα ψέματα». (Λαϊκό τραγούδι: απίστευτο μου φαίνεται κι όμως είναι αλήθεια· τελειώσανε τα ψέματα,πάνε τα παραμύθια
- τερατώδες ψέμα, βλ. φρ. χοντρό ψέμα·
- τέρμα τα ψέματα, βλ. φρ. τέλειωσαν τα ψέματα·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- το ψέμα δε ζει για να γεράσει, βλ. φρ. το ψέμα έχει κοντά ποδάρια·
- το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, το ψέμα γρήγορα αποκαλύπτεται: «όπου να ’ναι θ’ αποκαλυφθεί η ψευτιά σου, γιατί το ψέμα έχει κοντά ποδάρια». Συνών. τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά / το ψέμα δε ζει για να γεράσει / το ψέμα δε ζει για να παλιώσει·
- το ψέμα δε ζει για να παλιώσει, βλ. φρ. το ψέμα έχει κοντά ποδάρια·
- χοντρό (χοντροειδές) ψέμα, που είναι καταφανέστατο, που δεν πείθει, που υποτιμά τη νοημοσύνη μας αυτός που μας το λέει: «τέτοιο χοντρό ψέμα δεν άκουσα σ’ όλη μου τη ζωή!»·
- χοντροκομμένο ψέμα, βλ. φρ. χοντρό ψέμα·   
- ψέμα με ουρά ή ψέματα με ουρά, ατέλειωτα ψέματα: «σ’ αυτήν την υπόθεση ειπώθηκε ψέμα με ουρά».