ψάλσιμο, το, ουσ. [<ψάλλω + κατάλ. -ιμο], το ψάλσιμο· η αυστηρή επίπληξη, το κατσάδιασμα: «αν εξακολουθήσεις να συμπεριφέρεσαι με τον ίδιο ανάρμοστο τρόπο, στο τέλος δε θα το γλιτώσεις το ψάλσιμο απ’ τον πατέρα σου»·
- του αρχίζω το ψάλσιμο, αρχίζω να τον επιπλήττω αυστηρά, να τον κατσαδιάζω: «κάθε φορά που αργεί να επιστρέψει το βράδυ στο σπίτι, ο πατέρας του του αρχίζει το ψάλσιμο».