χτεσινός κ.
χθεσινός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. χθεσινός], χτεσινός· που είναι πολύ
νέος στην ηλικία, ιδίως που είναι πολύ πρόσφατος σε κάποιο επάγγελμα: «ήρθε ένα
χτεσινό τσουτσέκι να μου υποδείξει πώς να επιδιορθώσω τη μηχανή! || δεν είναι
σωστό να αναθέσεις μια τόσο σπουδαία υπόθεση σε χτεσινό δικηγόρο»·
-
δεν είμαι (και κανένας) χτεσινός! ή δεν είμαστε (και τίποτα) χτεσινοί!
βλ. φρ. χτεσινοί είμαστε(;)·
- ρε, κανένας χτεσινόοος! ειρωνική επιφωνηματική έκφραση,
όταν μπαίνει κάποιος σε μια αίθουσα κινηματογράφου και βρίσκει όλες τις θέσεις
κατειλημμένες. Η έκφραση είναι γνωστή στους παλιότερους, τότε που δεν είχε
κάνει την παρουσία της η τηλεόραση στην Ελλάδα και οι κινηματογράφοι ήταν από
τις πιο διαδεδομένες διασκεδάσεις των Ελλήνων·
-
χτεσινοί είμαστε; δεν είμαι καινούριος στην πιάτσα και, κατ’ επέκταση,
έχω πείρα, είμαι έμπειρος σε κάτι: «θα μπορέσεις να μου τελειώσεις αυτή τη
δουλειά; -Χτεσινοί είμαστε;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά. Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.