χρονιά, η, ουσ. [από το σπάνιο χρονέα <χρόνος], η χρονιά· το σχολικό έτος: «κάθε τέλη Σεπτεμβρίου αρχίζει για τους μαθητές η νέα χρονιά». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άκουσε της χρονιάς του, τον εξύβρισαν, τον μάλωσαν πολύ έντονα: «τον έπιασε ο πατέρας του να κοροϊδεύει ηλικιωμένο άτομο κι άκουσε της χρονιάς του»·
- άλλες χρονιές, (αόριστα) κάποτε, τότε: «άλλες χρονιές τα πράγματα ήταν καλύτερα». Συνών. άλλα χρόνια / άλλες εποχές·
- άλλες χρονιές τότε! αναφορά σε κάτι καλό ή κακό που συνέβη παλαιότερα: «στις μέρες μας η φιλία ήταν κάτι το ιερό. -Άλλες χρονιές τότε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. Συνών. άλλα χρόνια τότε! / άλλες εποχές τότε(!)·
- έμεινε στην ίδια χρονιά, (για μαθητές), δεν προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη τάξη: «επειδή τον περισσότερο καιρό ήταν άρρωστος, έμεινε στην ίδια χρονιά». Συνών. έμεινε στην ίδια τάξη·  
- έρχονται άλλες χρονιές, αισιόδοξη έκφραση πως τα πράγματα αρχίζουν να καλυτερεύουν: «τώρα με τη νέα κυβέρνηση έρχονται άλλες χρονιές». Συνών. έρχονται άλλα χρόνια / έρχονται άλλες εποχές·
- έφαγε της χρονιάς του, ξυλοκοπήθηκε άγρια από κάποιον: «πήγε να τα βάλει με τον τάδε, αλλά έφαγε της χρονιάς του, γιατί έπεσε πάνω σε καρατίστα»·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. λ. ξύλο·
- έχασε τη χρονιά, (για μαθητές), βλ. φρ. έχασε την τάξη, λ. τάξη·
- έχασε χρονιά, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από την κανονική: «έβγαλε πιο αργά το δημοτικό απ’ το φίλο του, γιατί έχασε χρονιά». Συνών. έχασε τάξη·
- καλή χρονιά! ευχή που δίνουμε σε κάποιον στην αρχή του χρόνου. (Παιδικό τραγούδι: καλή χρονιά, καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά!
- κέρδισε χρονιά, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μικρότερη από την κανονική: «αν κι έχει ο γιος μου την ίδια ηλικία με το δικό σου γιο, εντούτοις τελείωσε πιο νωρίς το δημοτικό, γιατί κέρδισε χρονιά». Συνών. κέρδισε τάξη·
- πέρασε (τη) χρονιά, (για μαθητές και ιδίως για φοιτητές) προβιβάστηκε για να παρακολουθήσει τα μαθήματα της αμέσως επόμενης χρονιάς: «ήταν πολύ καλά διαβασμένος, γι’ αυτό πέρασε εύκολα τη χρονιά || αν είσαι διαβασμένος, περνάς τη χρονιά χωρίς να το καταλάβεις || πέρασαν πολλοί χρονιά;». Συνών. πέρασε (την) τάξη·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, το χρόνο που θα έρθει, τον επόμενο χρόνο ή το χρόνο που μας πέρασε, τον προηγούμενο χρόνο: «την άλλη χρονιά θα σου αγοράσω ένα αυτοκίνητο || αυτό που μου λες έγινε την άλλη χρονιά»·
- … της χρονιάς, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που διακρίθηκε σε κάποιον τομέα τη χρονιά που μας πέρασε ή σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά: «ο τάδε αναδείχθηκε ο συγγραφέας της χρονιάς || το τάδε αυτοκίνητο αναδείχθηκε το 2000 τ’ αυτοκίνητο της χρονιάς»·
- τον άφησε στην ίδια χρονιά, (για καθηγητές) βλ. συνηθέστ. τον άφησε στην ίδια τάξη, λ. τάξη·
- χρονιά σου και χρονιά μου, βλ. συνηθέστ. μία σου και μία μου, λ. μία.