χρεωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. χρεώνω], χρεωμένος. 1. που είναι επιβαρημένος με κάποια υποχρέωση: «μ’ έχουν χρεωμένο την οργάνωση του συνεδρίου || μ’ έχουν χρεωμένο την παρακολούθηση του τάδε». 2. που θεωρείται υπεύθυνος για κάτι: «είναι χρεωμένος με κάθε αποτυχία της επιχείρησης». 3. που είναι υποθηκευμένος: «έχω χρεωμένο το σπίτι μου στην τράπεζα, μέχρι να ξοφλήσω το δάνειο που είχα πάρει»·
- είμαι χρεωμένος, είμαι επιβαρημένος με κάποια χρέη: «κάνω σκληρή οικονομία, γιατί είμαι χρεωμένος στην αγορά»·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τ’ αφτιά ή είμαι χρεωμένος ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είμαι χρεωμένος μέχρι τα μπούνια ή είμαι χρεωμένος ως τα μπούνια, βλ. λ. μπούνια·
- είμαι χρεωμένος μέχρι το λαιμό ή είμαι χρεωμένος ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός.