χουλιαμάς, ο, ουσ. [ίσως από το τουρκ. hulya (= φαντασίωση, ρεμβασμός) + κατάλ. -μα] 1. (στη γλώσσα της αργκό) πολλά λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «άσε κατά μέρος το χουλιαμά και πες μου τι ακριβώς έγινε». 2. ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία και το έντονο ενδιαφέρον που παρουσιάζει από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «όπου χουλιαμάς, πρώτος και καλύτερος ο δικός σου». Συνών. νταβανάς / σασιρμάς / τζερτζελές / φραμπαλάς (3) / χαβαλές (3)·
- γουστάρω χουλιαμά, θέλω, επιδιώκω να δημιουργήσω κάποια δυσάρεστη ή ευχάριστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία: «από μικρό παιδί στη ζωή μου γουστάρω χουλιαμά, γιατί θέλω να ζω έντονα τη ζωή μου». Συνών. γουστάρω νταβανά / γουστάρω σασιρμά / γουστάρω τζερτζελέ / γουστάρω φραμπαλά / γουστάρω χαβαλέ·
- έγινε χουλιαμάς, δημιουργήθηκε ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, σύγχυση ή φασαρία, που παρουσίασε έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «μετά από καιρό πήγε όλη η παρέα μαζί στα μπουζούκια κι έγινε χουλιαμάς || έγινε μεγάλος χουλιαμάς, όταν οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια». Συνών. έγινε νταβανάς / έγινε σασιρμάς / έγινε τζερτζελές / έγινε φραμπαλάς / έγινε χαβαλές·
- έχει χουλιαμά, διαδραματίζεται κατάσταση ευχάριστη ή δυσάρεστη, που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον από άποψη θεάματος ή κουτσομπολιού: «πάμε γρήγορα στο τάδε μπαράκι, γιατί έμαθα πως έχει καλό χουλιαμά». Συνών. έχει νταβανά / έχει σασιρμά / έχει τζερτζελέ / έχει φραμπαλά / έχει χαβαλέ·
- κάνω χουλιαμά, δημιουργώ ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση, κάνω φασαρία: «εκεί που θα πάμε, θα καθίσεις φρόνιμα και δε θέλω να κάνεις χουλιαμά». Συνών. κάνω νταβανά / κάνω σασιρμά / κάνω τζερτζελέ / κάνω φραμπαλά / κάνω χαβαλέ (α)·
- χουλιαμάς να γίνεται, λέγεται για κατάσταση ευχάριστη ή δυσάρεστη που δημιουργείται από κάποιον μέσα στην παρέα μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα: «πάλι πάρτι θα κάνεις; -Χουλιαμάς να γίνεται || πάλι τους βάζεις λόγια, για να μαλώσουν; -Χουλιαμάς να γίνεται». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ. Συνών. νταβανάς να γίνεται / σασιρμάς να γίνεται / τζερτζελές να γίνεται / φραμπαλάς να γίνεται / χαβαλές να γίνεται.