χόρταση, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. χορταίνω + κατάλ. -ση], ιδίως εύχρ. στη φρ. δεν είναι για χόρταση, λέγεται για πράγματα που πρέπει να γίνονται ή για τροφές που πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο, γιατί δεν είναι συνηθισμένα: «τα ταξίδια δεν είναι για χόρταση || το χαβιάρι δεν είναι για χόρταση». Επεκτείνεται και για οποιανδήποτε εκδήλωση: «είπαμε να δουλέψουμε, αλλά η δουλειά δεν είναι για χόρταση».