χοροπηδώ κ. χοροπηδάω, ρ. [<χορεύω + πηδώ], χοροπηδώ. 1. αναπηδώ ρυθμικά από έντονη χαρά ή ενθουσιασμό: «μόλις ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του αγώνα, οι φίλαθλοι άρχισαν να χοροπηδούν γιορτάζοντας τη νίκη της ομάδας τους». 2. είμαι πολύ χαρούμενος, εκδηλώνω έντονα τη χαρά μου: «κάθε φορά που έρχεται ο παππούς στο σπίτι, τα παιδιά χοροπηδούν φωνάζοντας τ’ όνομά του»·
- θα τον χοροπηδήσω ή θα τον κάνω να χοροπηδήσει, α. θα του δημιουργήσω μεγάλα προβλήματα, θα τον ταλαιπωρήσω: «δεν τον χωνεύω καθόλου, και τώρα που βρεθήκαμε κόντρα σ’ αυτή τη δουλειά, θα τον χοροπηδήσω». β. θα τον τιμωρήσω σκληρά με ξυλοδαρμό, θα τον ξυλοκοπήσω: «να του πεις πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον κάνω να χοροπηδήσει». Συνών. θα τον χορέψω ή θα τον κάνω να χορέψει.