χορεύω, ρ. [<αρχ. χορεύω <χορός], χορεύω· (στη γλώσσα της φυλακής) υφίσταμαι σωματικά μαρτύρια: «χτες βράδυ τον πήραν στην απομόνωση και τον χόρεψαν». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, βλ. λ. χορός·
- δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, λέγεται ειρωνικά για άτομο που βρίσκεται πάντοτε εν ευθυμία και, κατ’ επέκταση, που δεν είναι σοβαρό, που δεν είναι ικανό να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «προς Θεού, μην του αναθέσεις το παραμικρό, γιατί είναι απ’ αυτούς που δυο λαλούν και τρεις χορεύουν»·
- θα τον χορέψω ή θα τον κάνω να χορέψει, α. θα του δημιουργήσω μεγάλα προβλήματα, θα τον ταλαιπωρήσω: «θα τον χορέψω μέχρι να του εγκρίνω το δάνειο». β. θα τον τιμωρήσω σκληρά με ξυλοδαρμό, θα τον ξυλοκοπήσω: «αν αποδειχτεί αλήθεια πως αυτός με κάρφωσε, θα τον κάνω να χορέψει, μόλις τον συναντήσω». Συνών. θα τον χοροπηδήσω ή θα τον κάνω να χοροπηδήσει·
- θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- θα τον χορέψω στο ταψί ή θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. μοναχός·
- νηστικό αρκούδι δε χορεύει, βλ. λ. αρκούδι·
- όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε, βλ. λ. λαλώ·
- όπως του βαρούν, χορεύει, βλ. λ. βαρώ·
- όπως του λαλούν, χορεύει, βλ. λ. λαλώ·
- όπως του παίζουν, χορεύει, βλ. λ. παίζω·
- όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- το Ησαΐα χόρευε, βλ. λ. Ησαΐας·
- το μουνί της χορεύει καστανιέτες, βλ. λ. καστανιέτα·
- τον χόρεψε, α. του δημιούργησε προβλήματα, τον ταλαιπώρησε: «μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει, τον χόρεψε τον φουκαρά». β. τον ξυλοκόπησε: «του τα ’χε από καιρό φυλαγμένα και με την πρώτη ευκαιρία, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε». Από την εικόνα του ατόμου που δέχεται χτυπήματα από κάποιον και που οι κινήσεις που κάνει κάθε τόσο, για να αποφεύγει τα χτυπήματα, ή από τον πόνο που νιώθει, το κάνει να φαίνεται πως χορεύει·
- τον χόρεψε καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- τον χόρεψε καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- τον χόρεψε σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- τον χόρεψε στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- τον χόρεψε τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- τον χόρεψε τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, βλ. λ. χορός·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά·
- χορεύω στο δικό του (το) σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- χορεύω στους ρυθμούς των ρίχτερ, βλ. λ. ρίχτερ·
- χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, βλ. λ. χορός·
- χορεύω το χορό του Ησαΐα, βλ. λ. χορός·
- χορεύω τον Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας.