χορδή, η, ουσ. [<αρχ. χορδή], η χορδή·
- αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του, βρίσκω το σημείο εκείνο που από συναισθηματική άποψη παρουσιάζει αδυναμία και δεν μπορεί να μου αντισταθεί, βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του: «έχω βρει τον τρόπο ν’ αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του και να του αποσπώ πάντα αυτό που μου χρειάζεται»·
- βρήκα τη χορδή του, βλ. συνηθέστ. βρήκα το σφυγμό του, λ. σφυγμός·
- βρίσκω την ευαίσθητη χορδή του, βλ. συνηθέστ. βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του, λ. σημείο·
- θίγω την ευαίσθητη χορδή του, βλ. φρ. αγγίζω την ευαίσθητη χορδή του.